Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκoύ Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), που δημοσιοποιεί σήμερα η «Κ», η χώρα μας παραμένει πρώτη σε δυσίατες και θανατηφόρες λοιμώξεις από ανθεκτικά ή πολυανθεκτικά μικρόβια τα οποία «θερίζουν» στις ελληνικές ΜΕΘ.
Ευθύνονται για 20 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους, την ώρα που οι σχετικοί αριθμοί για τη Βουλγαρία και τη Νορβηγία είναι 4 και 2 θάνατοι, αντιστοίχως. Μόνο το 2020 οι λοιμώξεις που εμφάνισαν ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά –ενδονοσοκομειακές σε ποσοστό 70%– ξεπέρασαν τις 800.000 σε όλη την Ευρώπη, προκαλώντας τουλάχιστον 35.000 θανάτους. Η Αρετή Ηλία, κεντρικό πρόσωπο στη φετινή εκστρατεία ενημέρωσης του ECDC, μιλάει στην «Κ» για τη διπλή μάχη που έδωσε σε ηλικία 13 ετών με τη λευχαιμία και ένα από τα πιο επικίνδυνα μικρόβια.
Η Αρετή Ηλία µεγάλωσε στην Εύβοια, µε τους γονείς και τα δύο µικρότερα αδέλφια της. Ηταν γεµάτη ζωντάνια, λάτρευε τον αθλητισµό και, ακριβώς λόγω της καθηµερινής άσκησης, βρισκόταν σε εξαιρετική φυσική κατάσταση. Μέχρι που ένας πολύ υψηλός και επίµονος πυρετός την οδήγησε στο νοσοκοµείο. «Οξεία λεµφοβλαστική λευχαιµία ήταν η διάγνωση. Ο µυελός των οστών αρχίζει να παράγει ανεξέλεγκτα πάρα πολλά λεµφοκύτταρα, τα οποία εµποδίζουν την παραγωγή άλλων τύπων υγιών κυττάρων του αίµατος, όπως τα ερυθρά αιµοσφαίρια και τα αιµοπετάλια. Ηµουν δεκατριών ετών», λέει στην «Κ».
Η οικογένεια µοιράστηκε σε δύο κοµµάτια: το κορίτσι εγκαταστάθηκε µε τη µητέρα του στην Αθήνα, στην Ογκολογική Μονάδα Παίδων «Ελπίδα», για να κάνει όλες τις απαραίτητες θεραπείες, ο πατέρας και τα άλλα δύο παιδιά έµειναν στην Εύβοια. «Φοβήθηκα, αλλά ήµουν αποφασισµένη να το παλέψω», συνεχίζει η 25χρονη σήµερα Αρετή. «Οι γονείς µου από την πρώτη στιγµή δεν µου έκρυψαν το παραµικρό και οι γιατροί ήταν αισιόδοξοι. Η πρόβλεψη για τον συγκεκριµένο τύπο κακοήθειας του αίµατος είναι καλή σε ποσοστό τουλάχιστον 80%. Ολα αυτά µου έδιναν ακόµη περισσότερη δύναµη. ∆εν θα άφηνα τον καρκίνο να µε νικήσει».
Τότε έµελλε να «συναντηθεί» µε την κλεµπσιέλλα, ένα από τα πιο παθογόνα και επικίνδυνα µικρόβια, που κάθε χρόνο γίνεται αιτία θανάτου χιλιάδων νοσοκοµειακών ασθενών σε όλο τον κόσµο. Κανένα από τα αντιβιοτικά ευρέος φάσµατος που της χορηγήθηκαν, συµπεριλαµβανοµένων των καρβαπενεµών (αντιβιοτικά τελευταίας γραµµής, που αποτελούν την ύστατη επιλογή θεραπείας για δύσκολα περιστατικά), δεν ήταν ικανό να περιορίσει τη λοίµωξη. Ο πυρετός δεν έπεφτε, ο οργανισµός της έφθινε µέρα µε τη µέρα. Και, επιπλέον, η χηµειοθεραπεία της έπρεπε να ανασταλεί. Επειτα από έναν και πλέον µήνα εναγώνιων προσπαθειών, οι θεράποντες γιατροί της κατέληξαν σε ένα κοκτέιλ αντιβιοτικών που άρχισε να αποδίδει. Η κλεµπσιέλλα αντιµετωπίστηκε, το θεραπευτικό σχήµα του κοριτσιού ολοκληρώθηκε, η λευχαιµία ηττήθηκε.
Ο... πονοκέφαλος
Η Αρετή, που λίγο έλειψε να είναι ένα από τα θύµατα της µικροβιακής αντοχής, είναι υγιέστατη, σπούδασε στο Τµήµα Φαρµακευτικής του Πανεπιστηµίου Πατρών, ζει στην Αθήνα, εργάζεται σε µεγάλο φαρµακείο της ∆άφνης, όµως, δώδεκα χρόνια µετά, δεν έχει ξεχάσει εκείνη την περιπέτεια. Γι’ αυτό και θεωρεί χρέος της να µιλάει γι’ αυτήν στους ανθρώπους που συναντά. «Ειδικά σε όσους µπαίνουν στο φαρµακείο και µας ζητούν πιεστικά οποιοδήποτε αντιβιοτικό γιατί... πονάει το κεφάλι τους».
Φέτος είναι το κεντρικό πρόσωπο στην εκστρατεία ενηµέρωσης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) στο πλαίσιο της Παγκόσµιας Εβδοµάδας Ευαισθητοποίησης για τα Αντιβιοτικά (18-24 Νοεµβρίου). «Εστω και έναν συνάνθρωπό µας να πείσω, θα είναι µια µεγάλη νίκη», τονίζει.
Η πρόβλεψη του Φλέµινγκ
∆εν χρειάστηκαν παρά λίγες δεκαετίες για να επιβεβαιωθεί η ζοφερή πρόβλεψη του Αλέξανδρου Φλέµινγκ. Ο σπουδαίος Σκωτσέζος επιστήµονας είχε πει στην οµιλία αποδοχής του Νοµπέλ Ιατρικής, µε το οποίο βραβεύτηκε το 1945 για την ανακάλυψη της πενικιλίνης, του πρώτου αντιβιοτικού, πως δεν θα αργούσε η µέρα που όλοι θα µπορούν να προµηθευτούν την πενικιλίνη, όµως θα τη χρησιµοποιούν, στην πλειονότητά τους, µε λανθασµένο τρόπο: σε µικρές δόσεις που όχι µόνο δεν θα σκοτώνουν τα µικρόβια, αλλά και θα τα κάνουν πιο ανθεκτικά, άρα και πιο επικίνδυνα.
Πράγµατι, σήµερα τα µικρόβια για τα οποία δεν διατίθεται σχεδόν κανένα δραστικό αντιβιοτικό πληθαίνουν. Τα λεγόµενα superbugs (υπερµικρόβια) προκαλούν κάθε χρόνο πάνω από 700.000 θανάτους σε όλο τον κόσµο. Γιατί συµβαίνει αυτό; Τα αντιβιοτικά που µας χορηγούνται για τη θεραπεία κάποιας λοίµωξης έχουν σκοπό να σκοτώσουν τα µικρόβια που την προκαλούν. ∆εν σκοτώνουν, όµως, µόνον αυτά, αλλά και όσα είναι ευαίσθητα στο συγκεκριµένο αντιβιοτικό, συµπεριλαµβανοµένων πολλών «καλών µικροβίων» τα οποία χρειάζεται ο οργανισµός µας.
Από την άλλη πλευρά, δεν µπορούν να εξουδετερώσουν εκείνα που «κουβαλούν» τη γενετική πληροφορία η οποία τα καθιστά ανθεκτικά στη δράση του φαρµάκου. Αυτή η πληροφορία µεταδίδεται από όσα επιβιώνουν και σε άλλα µικρόβια και έτσι η ανθεκτικότητα απέναντι στα αντιβιοτικά, η µικροβιακή αντοχή, εξαπλώνεται.
Είναι αναπόφευκτο, λοιπόν: Κάθε φορά που παίρνουµε ένα αντιβιοτικό, µε επαρκή λόγο ή χωρίς, συµβάλλουµε στη δηµιουργία ολοένα και πιο ανθεκτικών µικροβίων, βοηθάµε να γιγαντωθεί αυτή η απειλή για τη δηµόσια υγεία και, χωρίς ίχνος υπερβολής, για το µέλλον της ανθρωπότητας. Γιατί σ’ έναν κόσµο χωρίς αντιβιοτικά, απλές χειρουργικές επεµβάσεις (όπως η αφαίρεση της σκωληκοειδούς απόφυσης) θα είναι πολύ επικίνδυνες· οι µεταµοσχεύσεις δεν θα είναι εφικτές· οι θεραπείες σε καρκινοπαθείς (χηµειοθεραπεία και ακτινοβολίες) θα είναι αδύνατο να πραγµατοποιηθούν· οι γυναίκες δεν θα µπορούν να γεννούν µε καισαρική. Μια συνηθισµένη λοίµωξη, όπως η ουρολοίµωξη ή η αµυγδαλίτιδα από στρεπτόκοκκο, θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να αντιµετωπιστεί και ένας ασθενής µε βακτηριακή πνευµονία θα είναι a priori καταδικασµένος σε θάνατο.
Αποκαρδιωτικά στοιχεία
Tα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, τα οποία πρώτη δηµοσιεύει σήµερα η «Κ», είναι αποκαρδιωτικά. Μόνο το 2020 οι λοιµώξεις που εµφάνισαν ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά –ενδονοσοκοµειακές σε ποσοστό 70%– ξεπέρασαν τις 800.000 σε όλη την Ευρώπη, προκαλώντας τουλάχιστον 35.000 θανάτους, ενώ οι επιπλοκές για πολλούς από τους επιζήσαντες υπολογίζονται σε ένα εκατοµµύριο χρόνια ζωής σε συνθήκες σωµατικής ή και πνευµατικής αδυναµίας, ακόµη και αναπηρίας.
Το κόστος της µικροβιακής αντοχής σε ανθρώπινες ζωές και σε επιβάρυνση των συστηµάτων υγείας των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ισοδυναµεί µε το αντίστοιχο της γρίπης, της φυµατίωσης και του HIV/AIDS – µαζί.
Ειδικά για τη χώρα µας η κατάσταση είναι, σύµφωνα µε τα δεδοµένα από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, ζοφερή. H Eλλάδα παραµένει πρώτη σε δυσίατες και θανατηφόρες λοιµώξεις από ανθεκτικά ή πολυανθεκτικά µικρόβια, όπως ο εντερόκοκκος, o χρυσίζων σταφυλόκοκκος, o πνευµονιόκοκκος, η κλεµπσιέλλα.
Tο ανθεκτικό στην καρβαπενέµη ακινετοβακτήριο, για παράδειγµα, που «θερίζει» στις ελληνικές ΜΕΘ, ευθύνεται για 20 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους, την ώρα που οι αντίστοιχοι αριθµοί για την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Νορβηγία είναι 9, 6, 4 και 2 θάνατοι, αντιστοίχως.
Eνώ οι λοιµώξεις που οφείλονται στο ανθεκτικό στις κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς κολοβακτηρίδιο, τον µεγαλύτερο, ίσως, εχθρό του ουροποιητικού συστήµατος, αυξήθηκαν κατά 54,7% την τελευταία τριετία (2019-2022).
Εντονα αυξητικές τάσεις εµφανίζουν επίσης η Κύπρος (+73,6%), η Ρουµανία (+70,3%), η Ισπανία (+29,5%), η Ισλανδία (+21,2%) και η Ουγγαρία (+17,5%).
Η κλεµπσιέλλα
Μιλώντας στην «Κ», στη Στοκχόλµη όπου τον συναντήσαµε, ο Ντοµινίκ Μονέ, επικεφαλής του προγράµµατος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων για τη µικροβιακή αντοχή, δεν έκρυψε την ανησυχία του ειδικά για την κλεµπσιέλλα, ένα από τα πιο επικίνδυνα νοσοκοµειακά µικρόβια, που µπορεί να προκαλέσει από σοβαρή πνευµονία και λοιµώξεις του ουροποιητικού συστήµατος µέχρι και σήψη σε ασθενείς µε εξασθενηµένο ανοσοποιητικό. Τα στελέχη της, µάλιστα, γίνονται ολοένα και πιο ανθεκτικά στις καρβαπενέµες, οµάδα αντιβιοτικών τελευταίας γραµµής.
Τη µάχη µε την κλεµπσιέλλα δείχνουν να χάνουν προς το παρόν η Σλοβενία, µε αύξηση 591,3% των περιστατικών λοιµώξεων το ίδιο χρονικό διάστηµα (2019-2022), η Ουγγαρία µε 530,4%, η Κύπρος µε 278,4%, η Ρουµανία µε 269%, η Σλοβακία µε 257,3%. Η αντίστοιχη αύξηση στην Ελλάδα έφτασε το 38%.
Οσον αφορά τη συνολική χρήση αντιβιοτικών –και στα νοσοκοµεία και στην κοινότητα–, η Ελλάδα είναι ανάµεσα στις χώρες που από το 2013 µέχρι το 2022 παρουσίασαν ελαφρά µείωση της τάξεως του 3,5%, έστω κι αν αυτό δεν µεταφράζεται σε κάµψη των λοιµώξεων.
Πολύ καλύτερες επιδόσεις είχαν η Φινλανδία (-14,9%), το Λουξεµβούργο (-9,9%), η Αυστρία (-9,5%) και η Ισπανία (-6,7%), ενώ η υπερκατανάλωσή τους µέσα σε αυτή τη δεκαετία αυξήθηκε ακόµη περισσότερο στη Βουλγαρία (+24,1%), τη Μάλτα (+15,7%), τη Λιθουανία (+13,5%), την Κύπρο (+11,4%) και την Κροατία (+7,4%).
Η προσωπική ευθύνη
Η λέξη «εκπαίδευση» χρησιµοποιήθηκε πολύ από τον κ. Μονέ και τους υπόλοιπους ειδικούς στην ενηµέρωση για την επέλαση των υπερµικροβίων στα κεντρικά γραφεία του ECDC, τα οποία επισκεφθήκαµε. Μίλησαν πολύ και για την προσωπική ευθύνη των πολιτών, την κλιµατική αλλαγή που ανεβάζει ακόµη περισσότερο τον πήχυ της δυσκολίας, την Ενιαία Υγεία –ανθρώπων, ζώων και οικοσυστηµάτων–, καθώς και για την πολιτική βούληση, µια και για κάθε ένα ευρώ που µια χώρα επενδύει στην αντιµετώπιση της µικροβιακής αντοχής, εξοικονοµεί τρία ευρώ από την επιβάρυνση του δηµόσιου συστήµατος υγείας.
Μελέτες έχουν δείξει ότι αν η κατάχρηση των αντιβιοτικών ανακοπεί –στα νοσοκοµεία και στην κοινότητα– για τουλάχιστον τρεις µήνες, τα µικρόβια αρχίζουν να χάνουν σταδιακά τους µηχανισµούς αντοχής και γίνονται ξανά ευαίσθητα. Στο χέρι µας είναι, λοιπόν, να ενδυναµώσουµε και πάλι τα αντιβιοτικά.
Πηγή: Καθημερινή