

Δεν έμαθα το όνομα του καλοκάγαθου γίγαντα που τράβηξε την προσοχή όλων και δέχτηκε τα χάδια των περισσότερων. Χωρίς βαρελάκι με κονιάκ κρεμασμένο στο λαιμό του, χωρίς αποστολή να σώσει ταξιδιώτες χαμένους σε χιονισμένες πλαγιές, πολύ μακριά από το μοναστήρι του Αγίου Βερνάρδου στις Ελβετικές Άλπεις όπου δημιουργήθηκε η φυλή του από μοναχούς. Αραχτός στο κατάστρωμα σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ανάσανε κοφτά στη ζέστη του Οκτώβρη κι ανέμενε υπομονετικά τον κατάπλου. Κατά την αποβίβαση στο λιμάνι του Πειραιά όμως έχασε την στωικότητά του· κάποιος αναιδής μικρός σκύλος του όρμηξε ξαφνικά γαβγίζοντας απερίσκεπτα. Για μια στιγμή μόνο. Μέχρι να ορθωθεί ο Γολιάθ να τού απαντήσει ανάλογα και να δείξει τα δόντια του.


Το έχω παρατηρήσει, όχι μόνο στα θαλάσσια αλλά και στα αεροπορικά ταξίδια: όταν εμφανίζεται ένα νησί στον ορίζοντα ή κάτω από τα σύννεφα, σχεδόν πάντα κάποιος επιβάτης αναφωνεί με σιγουριά το όνομά του. Τις περισσότερες από τις φορές που μπορούσα να το τσεκάρω -γιατί ήμουν απόλυτα σίγουρος για το νησί- ο επιβάτης έκανε λάθος. Και σε αυτή την περίπτωση ήμουν βέβαιος ότι είχε πέσει έξω. Όχι γιατί άκουσα τί είπε -ήμουν άλλωστε αρκετά μακριά- αλλά γιατί είδα ότι η μικρή δίπλα του, όχι μόνο δεν έδωσε καμία απολύτως σημασία αλλά συνέχισε να κοιτάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εμπιστεύομαι βλέπεις περισσότερο τα παιδιά από τους μεγάλους.
