Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (18 Οκτωβρίου 1981)
Στις 18 Οκτωβρίου 1981 το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου κέρδισε πανηγυρικά τις εκλογές με 48,07% έναντι 35,87% της ΝΔ θέτοντας τέλος στο μονοπώλιο εξουσίας που είχε η συντηρητική παράταξη, με μικρά διαλείμματα, μετά τον Εμφύλιο. Το ΠΑΣΟΚ έφτασε μέσα σε εφτά χρόνια στο ποσοστό αυτό από το πενιχρό 13,58% του 1974. Η άνοδός του στην εξουσία ήταν ανεμπόδιστη και ορατή ,τουλάχιστον στους στοιχειωδώς αντικειμενικούς πολίτες ,από τα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Το ΠΑΣΟΚ με το σύνθημα «αλλαγή» εξέφραζε ένα κοινωνικοπολιτικό ρεύμα πλειοψηφικά δομικό στις συνθήκες της μεταπολιτευτικής περιόδου. Όπως γράφει ο Γιάννης Βούλγαρης αυτό το γεγονός «… εξηγεί τη μακρά κυριαρχία του στο πολιτικό σκηνικό η οποία μάλιστα υπερέβη κατά πολύ τα επιτεύγματα και την αποτελεσματικότητα του ως κυβέρνησης. Το περιεχόμενο της θρυλικής «αλλαγής» δεν ήταν σαφές ούτε στην εκλογική βάση ούτε στην κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση είχε μοιράσει αφειδώς υποσχέσεις προς πάσα κατεύθυνση και τα συνθήματα του ιδίως στην εξωτερική πολιτική ήταν εξόχως ριζοσπαστικά και εμφανώς απραγματοποίητα». Λίγο μετά την άνοδο του στην εξουσία κατάργησε τα υπολείμματα της νομοθεσίας και των συμβόλων του Εμφυλίου, αναγνώρισε την ΕΑΜική αντίσταση, έδωσε τιμητικές συντάξεις στους επιζώντες αγωνιστές και ολοκλήρωσε τη διαδικασία επιστροφής πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα. Ο Κώστας Κωστής γράφει ότι «κορυφαία» ενέργεια του ΠΑΣΟΚ σε αυτόν τον τομέα ήταν η τοποθέτηση του Μάρκου Βαφειάδη, στα ψηφοδέλτια του κόμματος στις εκλογές του 1989 και του 1990. Επρόκειτο για μια γενικότερη αλλαγή που είχε ξεκινήσει σε κοινωνικό επίπεδο και το ΠΑΣΟΚ φρόντισε με μία εύστοχη συνθηματολογία (τέλος στον «φόβο του χωροφύλακα» κλπ.) να υλοποιήσει. Παράλληλα προχώρησε σε μια σειρά μέτρων πολιτικού εκσυγχρονισμού που αντιστοιχούσαν στο επίπεδο μιας μοντέρνας ευρωπαϊκής κοινωνίας και η ΝΔ, φοβούμενη αντιδράσεις από τους συντηρητικούς ψηφοφόρους της δεν είχε υλοποιήσει. Ο εκσυγχρονισμός του Οικογενειακού Δικαίου, η κατάργηση της προίκας, η αποποινικοποίηση της μοιχείας (μέτρο με το οποίο τερματίστηκε η άθλια πρακτική μεταφοράς γυμνών ζευγαριών «μοιχών» τυλιγμένων με σεντόνια στα Αστυνομικά Τμήματα!), η καθιέρωση του πολιτικού γάμου και η καθιέρωση της ψήφου στα 18 ήταν μερικά από αυτά.
Η οικονομία στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ (1981-1989) Η πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ παρέλαβε την οικονομία σε μία κατάσταση στασιμοπληθωρισμού (ταυτόχρονης ύπαρξης χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης, υψηλού πληθωρισμού και ανεργίας). Ο έλεγχος της συγκεκριμένης δημοσιονομικής κατάστασης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολος για οποιαδήποτε κυβέρνηση, ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από δίκαια, σε μεγάλο βαθμό, αιτήματα για αυξήσεις σε μισθούς και λοιπές παροχές και την απαίτηση για διορισμό στο Δημόσιο. Την ίδια εποχή η φοροδιαφυγή άρχισε να γιγαντώνεται και να γίνεται μόνιμο και διαχεόμενο σύμπτωμα μιας επίμονης παθολογίας που σχετιζόταν με τις κοινωνικές δομές.
Την 1/1/1981 η χώρα είχε ενταθεί στην (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), νυν Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά τη μακρά δημόσια συζήτηση και τις επίσημες δηλώσεις, φάνηκε ότι η πολιτική ηγεσία, ο επιχειρηματικός κόσμος και η κοινή γνώμη δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι γι’ αυτό το γεγονός. Το ΠΑΣΟΚ δεν ακολούθησε τις αλλαγές στην οικονομική φιλοσοφία (δημοσιονομικοί περιορισμοί) και την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίου («πρόγραμμα εσωτερικής αγοράς») που εφαρμόστηκαν στην ΕΟΚ ήδη από το 1980. Το 1982 η κυβέρνηση Α. Παπανδρέου αποφάσισε να αυξήσει τα κατώτατα όρια των μισθών και ημερομισθίων κατά 40%. Επρόκειτο για απόφαση που ανταποκρινόταν σε αναδιανεμητικές φιλοδοξίες, με δεδομένη όμως την εξέλιξη του πληθωρισμού και της παραγωγικότητας οδήγησε απότομα σε μεγάλη αύξηση του κόστους εργασίας ενώ ταυτόχρονα η ελληνική αγορά ανοιγόταν στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Έτσι έκλεισαν ή περιήλθαν σε πολύ δύσκολη θέση πολλές επιχειρήσεις, η ανεργία εκτινάχθηκε από 4% το 1981 σε 8,1% το 1984 ενώ και ο πληθωρισμός παρέμενε σε πολύ υψηλά επίπεδα παρά τη μικρή μείωση (24,5% το 1981, 21,1% το 1982, 20,2% το 1983 και 18,5% το 1984). Η βιομηχανική κρίση σε συνδυασμό με τις επικρατούσες τότε ιδεολογικές απόψεις οδήγησαν στην εφαρμογή μέτρων κρατικοποιήσεων. Η αυξανόμενη ζήτηση σε συνδυασμό με τη στάσιμη προσφορά οδήγησε σε αυξημένες εισαγωγές και εξωτερικά τρέχοντα κοινωνικά ελλείμματα.
Την ίδια εποχή η γαλλική σοσιαλιστική κυβέρνηση Μιτεράν το 1982, ένα χρόνο μετά την άνοδό της στην εξουσία εγκατέλειψε την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πολιτική (η οποία στηριζόταν σε ευρείες κρατικοποιήσεις και επέκταση της συνολικής ζήτησης με πρόσθετες κρατικές δαπάνες) και προσανατολίστηκε στη νομισματική σταθερότητα ερχόμενη πιο κοντά στη γερμανική οικονομική φιλοσοφία. Το 1983 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχώρησε σε μια πρώτη υποτίμηση της δραχμής για να ανακουφιστεί η εγχώρια παραγωγή που γινόταν όλο και λιγότερο ανταγωνιστική. Το ίδιο έτος ο ρόλος του κράτους στην οικονομία έγινε πιο ενεργός με την ίδρυση του Οργανισμού για την Ανασυγκρότηση των Επιχειρήσεων (ΟΑΕ). Όπως εξηγούσε αργότερα ο Γεράσιμος Αρσένης, τότε Υπουργός Εθνικής Οικονομίας: «Η εξυγίανση ιδιωτικών προβληματικών επιχειρήσεων από τον δημόσιο τομέα θα διέλυε τον μύθο της συγκριτικής υπεροχής του ιδιωτικού τομέα στον χώρο της παραγωγής». Την ίδια στιγμή αναγνώριζε ότι το έργο αυτό θα έπρεπε κανονικά να αναληφθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και να συνδεθεί με την εξυγίανση της κρατικής Εθνικής Τράπεζας στην οποία ήταν χρεωμένες πολλές επιχειρήσεις. Μέσω του ΟΑΕ τέθηκαν υπό τον έλεγχο του κράτους σειρά επιχειρήσεων που «δοκιμάζονταν», κάποιες μάλιστα από το 1979.
Η ΓΣΕΕ διασπάστηκε και στελέχη του ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής τον Γεράσιμο Αρσένη αποχώρησαν ιδρύοντας νέο κόμμα. Το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ανατέθηκε στον Κώστα Σημίτη. Σημαντικό ρόλο στο πρόγραμμα σταθεροποίησης έπαιξαν ο καθηγητής Γιάννης Σπράος και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Νίκος Γκαργκάνας. Οι πιστώσεις περιορίστηκαν, οι φόροι αυξήθηκαν, έγινε προσπάθεια συμπίεσης των κρατικών δαπανών και οι πραγματικοί μισθοί περικόπηκαν δραστικά κατά περίπου 13,4%. Το πρόγραμμα σταθεροποίησης ήταν μονόπλευρο και εν μέρει αδικαιολόγητα αντιαναπτυξιακό. Στα τέλη του 1987 το πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε και η δημόσια οικονομία υποτάχθηκε πλήρως στις ανάγκες της αναπαραγωγής της εξουσίας. Τα δημόσια ελλείμματα μετά την παραίτηση Σημίτη εκτροχιάστηκαν και το 1989 έφτασαν το 14,4% του Α.Ε.Π.
Προσλήψεις στο Δημόσιο – Το «πελατειακό» κράτος
Στον χώρο της δημόσιας διοίκησης η μέχρι την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία πρακτική της κατάληψης των ανώτερων αξιωμάτων από μόνιμους υπαλλήλους καταργήθηκε και οι πολιτικές εξουσίες διαχωρίστηκαν από τις διοικητικές, με την κατάργηση της θέσης του Γενικού Διευθυντή υπουργείων(νόμος 1232/1982) και την εισαγωγή του θεσμού του Ειδικού Γραμματέα που αποτελούσε πρόσωπο μετακλητό, διορισμένο από τον εκάστοτε υπουργό. Μεταξύ άλλων, η πρακτική αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση της περιορισμένης αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, φαινόμενο που αργότερα ενισχύθηκε, όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 καθιερώθηκε νέα βαθμολογική κλίμακα που μείωνε τον αριθμό των βαθμών στο Δημόσιο και αποσυνέδεε τη θέση και την αμοιβή από τον βαθμό. Όπως γράφει ο καθηγητής Κώστας Κωστής:«Κάθε λογική κινήτρων έπαυε να υφίσταται. Η επιλογή αυτή από τη μία πλευρά επιδίωκε να αποσυμφορήσει τη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία και να εκτονώσει τις δυσαρέσκειες-περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούσαν στο εξής να υπηρετήσουν σε μία διευθυντική θέση-από την άλλη όμως η προαγωγή στην ιεραρχία εξαρτάτο από τις αποφάσεις του υπηρεσιακού συμβουλίου και τον χρόνο υπηρεσίας, δηλαδή είχε έναν αμιγώς κομματικό χαρακτήρα».
Στη Διακήρυξη Κυβερνητικής Πολιτικής, το περίφημο «Συμβόλαιο με το Λαό» (1981) η δημόσια διοίκηση εμφανίζει αποκλειστικά αρνητική εικόνα (αυταρχισμός, κομματισμός, διαφθορά) αναγνωρίζεται όμως ως ένας από τους «μοχλούς και τα μέσα της Αλλαγής». Ο εκδημοκρατισμός της διοίκησης ήταν μία από τις απαντήσεις στα κακώς κείμενα του δημόσιου τομέα και αφορούσε τις σχέσεις με τους πολίτες, την εσωτερική οργάνωση της διοίκησης και της δημοσιοϋπαλληλίας και τις διαδικασίες ελέγχου της. Ο εκδημοκρατισμός όμως σήμαινε άνοιγμα της διοίκησης προς την κοινωνία (τους «μη προνομιούχους») επιτρέποντας την πρόσβαση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων τα οποία στήριζαν το ΠΑΣΟΚ στη δημόσια απασχόληση και στα κέντρα αποφάσεων. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο νόμος 1320/1983 που μοριοδοτούσε χαρακτηριστικά του κοινωνικού προφίλ των υποψηφίων. Τα κοινωνικά κριτήρια κατέληγαν να ευνοούν κατηγορίες που θεωρούνταν «μη προνομιούχες» πριμοδοτώντας κοινωνικά στρώματα τα οποία εξέφραζε το ΠΑΣΟΚ.
Το «ενιαίο μισθολόγιο» των Δ/Υ (νόμος 1505/1984), το «ενιαίο βαθμολόγιο» (νόμος 1586/1986) όπως και το αυτοματοποιημένο σύστημα προσλήψεων (μόρια και βάσει αυτών κατάταξη των υποψηφίων από Η/Υ) ήταν μερικά ακόμα από τα νομοθετήματα των πασοκικών κυβερνήσεων για τη δημόσια διοίκηση. Μία από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις με πιο εκσυγχρονιστική λογική ήταν η ίδρυση της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης για την παραγωγή διοικητικών στελεχών υψηλού επιπέδου (νόμος 1388/1983). Ωστόσο αυτή η προσπάθεια δεν στηρίχθηκε αρκετά. Ο αριθμός των (μονίμων) δημοσίων υπαλλήλων εκτινάχθηκε με τις προεκλογικές μονιμοποιήσεις εκτάκτων υπαλλήλων βάσει του νόμου 1476/1984 πριν τις εκλογές του 1989 τις οποίες όμως το ΠΑΣΟΚ έχασε.
Οι Κλαδικές Οργανώσεις και οι «πρασινοφρουροί»
Η εποχή μετά την πτώση της δικτατορίας χαρακτηρίστηκε από τη σταδιακή τάση των πολιτικών δυνάμεων να εμφανιστούν διαφοροποιημένες σε οργανωτικούς και πολιτικούς όρους σε σχέση με τα προδικτατορικά κόμματα. Δίπλα στις τοπικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ εισήχθησαν και λειτούργησαν οι Κλαδικές Οργανώσεις με βάση την οργανωτική εισήγηση που παρουσιάστηκε στο Προσυνέδριο του 1975. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «Οι Τοπικές Οργανώσεις εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των μελών στο Κίνημα ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση και την επαγγελματική τους ιδιότητα. Οι Κλαδικές Οργανώσεις εντάσσουν στο Κίνημα ανθρώπους από τους χώρους της καθημερινής δουλειάς, π.χ. οι Κλαδικές Οργανώσεις του Συνεταιριστικού αγρότες, το Συνδικαλιστικό τμήμα εργάτες και υπαλλήλους».
Με τις Κλαδικές , το ΠΑΣΟΚ επιδίωξε να διεισδύσει στην κοινωνία και το κράτος με έμφαση στην τεχνογνωσία και τον τεχνοκρατισμό καθώς έδιναν τη δυνατότητα στο κόμμα να προσελκύσει επιστήμονες, αντισταθμίζοντας κατά κάποιο τρόπο την έλλειψη κυβερνητικής εμπειρίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου θεωρούσε ότι οι Κλαδικές αποτελούν «αναπόσπαστο οργανικό τμήμα του όλου Κινήματος» γιατί αποτελούσαν «πρωτοπορία για την ανάπτυξη συνδικαλιστικού Κινήματος» και «μπορούν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο στον προγραμματισμό και την εκπόνηση μελετών για τις οποίες τόσο πολύ διψάμε». Όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές στις 18/10/1981 στράφηκε στις Κλαδικές και χρησιμοποίησε 4.000 μέλη κυρίως από αυτές για να στελεχώσει και άλλες κρατικές και διοικητικές θέσεις (Γ.Γ. Υπουργείων, συμβούλους υπουργών, μέλη δημοσίων οργανισμών, νομάρχες).
Η είσοδος χιλιάδων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στην κρατική μηχανή δημιούργησε προβλήματα στην Κυβέρνηση καθώς οι εκπρόσωποι του κόμματος εμπλέκονταν στις κυβερνητικές αποφάσεις ερχόμενοι σε αντίθεση με στελέχη που δεν είχαν συνηθίσει να λειτουργούν υπό τον έλεγχο του κόμματος. Χαρακτηριστικές είναι οι παραιτήσεις τεσσάρων μελών της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ: Γιώργος Πέτσας, Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Αμύνης, Στάθης Παναγούλης ,Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών, Αριστείδης Μπουλούκος και Δημήτρης Χονδροκούκης).
Η ηγεσία του κόμματος αποφάσισε να θέσει την οργάνωση σε δεύτερη μοίρα. Στην περίφημη ομιλία του στο Σπόρτινγκ στις 31/1/1982 ο Α. Παπανδρέου ήταν σαφής: «(Η οργάνωση) δεν θα πρέπει να γίνει αστυνόμος της κυβέρνησης και δεν πρέπει να υποκαθιστά την κυβερνητική εξουσία». Μόνο όμως μετά την υιοθέτηση του σταθεροποιητικού προγράμματος το 1985 απονομιμοποιήθηκε η παρέμβαση των κομματικών στελεχών στις κυβερνητικές υποθέσεις και η τεχνοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός αναδείχθηκαν ως τα βασικά κριτήρια για τη συμμετοχή στην κυβέρνηση. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΠΑΣΟΚ αποκαλούσαν τα μέλη των Κλαδικών «πρασινοφρουρούς». Επρόκειτο για περιπαιχτικό προσωνύμιο που περιέγραφε τους φανατικότερους υποστηρικτές του κόμματος και βασικούς φορείς της κυβερνητικής «άλωσης» του Δημοσίου.
Τι δείχνουν οι αριθμοί για την πρώτη οκταετία του ΠΑΣΟΚ (1981-1989)
Ας δούμε όμως τι δείχνουν οι αριθμοί για τους βασικούς τομείς της οικονομίας και το Δημόσιο για το χρονικό διάστημα που η χώρα κυβερνήθηκε από το ΠΑΣΟΚ:
Ρυθμός ανάπτυξης: 1981: -1,6%, 1983: 1,1%, 1985: 2,5%, 1987: -2,3%, 1988: 4,3%
Πληθωρισμός: 1981: 24,5%, 1982: 24,5%, 1984: 18,5%, 1986: 23%, 1988: 13,5%
Ανεργία: 1981: 4%, 1983: 7,9%, 1985: 7,8%, 1988: 7,7%, 1989: 7,5%
Το κατά κεφαλή ΑΕΠ (σε δολάρια): 4.575 το 1981, 4.741 το 1982, 4.121 το 1984, 5.576 το 1987 και 6.683 το 1989.
Οι καθαρές μεταβιβάσεις μέσω του προϋπολογισμού της (τότε) ΕΟΚ στην Ελλάδα ήταν το 1984 1.008 εκ. ECU (2,34% του ΑΕΠ) και το 1988 1.491,6 ECU (3,30% το ΑΕΠ).
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης από το 34,5% ανέβηκε στο 48% το 1984 στο 66,8% και στο 69,9% το 1989. Τέλος από το 1982 ως το 1989 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε κατά 82,5%. Πρόκειται για το 58,3% του ποσοστού της αύξησης της συνολικής απασχόλησης (141,6%). Και σε απόλυτους αριθμούς το 1981 οι Δ/Υ στην Ελλάδα ήταν 121.789 το 1981, 208.531 το 1982, 217.666 το 1983 και 255.438 το 1990. Το 2004 ήταν 447.520 και το 2010 768.809 (Πηγή: The Athens Review of Books, τ.50).
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΣΤ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΣΤΗΣ, «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2022
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, «Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 1974-2009», Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 2021
Χρύσανθος Δημ. Τάσσης, «Κλαδικές Οργανώσεις», στο συλλογικό «Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘80», Εκδόσεις επίκεντρο, 2014
Πηγή: protothema.gr