Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>Σήμερα

banner roots

Σήμερα
25.01.2013 | 21:06

Σήμερα

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Αλέκο όλα τα φροϋδικά όνειρα είναι ξεσπάσματα άγχους.

Πήρε το αμάξι του και οδήγησε προς το Καραϊσκάκη. Είχε να πάει στο συνεργείο. Μετά είχε μια κηδεία στο Μπραχάμι. Δεν είχε κίνηση. Ποτέ πια δεν είχε κίνηση όπως τις παλιές εποχές. Η βενζίνη, κόστιζε πια, μια περιουσία. Που τότε που πεταγόταν μέχρι το Αιγάλεω για να πάρει ένα βιβλίο από τη Λώρα. Πάνε αυτά. Άντε να διασχίσεις την Αθήνα για να γαμήσεις και για δουλειά. Μέχρι εκεί και με αυτή την προτεραιότητα.
Θυμήθηκε το σπίτι στην Ηρώων Πολυτεχνείου. Εκείνη την πρωτοχρονιά, μετά το Λέντζο, την είχε δέσει στο κρεβάτι με χειροπέδες. Κατά το μεσημέρι άνοιξε τα πρησμένα μάτια του. Είχε ξημερώσει εδώ και ώρες, αλλά το ισόγειο ήταν κάργα σκοτεινό. Το κινητό της άρχισε να χτυπάει και όπως εκείνη ακόμα ροχάλιζε στο πλευρό του, το άρπαξε με το ένα χέρι. Δυο χέρια ήταν ελεύθερα στο δωμάτιο αυτό, ούτως ή άλλως. Ένα στα βυζιά της κι ένα στο κινητό της.

Φίλε, κοιμάται. Ναι. Όχι, δε με ξέρεις. Μεγάλε έλειπες. Έφευγες πολύ. Και δεν ήσουν και πολύ εντάξει, ε; Καλά, καλά, βρίσε με. Θα κλείσω τώρα. Καλή χρονιά.

Δεν έμενε πια στον Πειραιά και δεν σύχναζε στο Καφέ των Αισθήσεων και είχε την αίσθηση, ότι ήταν λιγότερο διεκδικητικός, ίσως και πιο ευγενικός. Θα αυτοχαραχτηριζόταν χλιαρός, από επιλογή. Ξεκίνησε από το φανάρι με λοξό βέλος πράσινο, για δεξιά. Το περιπολικό κατέβασε το τζάμι δίπλα του.
Το φανάρι σας ήταν κόκκινο και 700 Ευρώ είναι πολλά λεφτά σήμερα, του είπε ο οδηγός ειρωνικά. Σάλτα και γαμήσου, σκέφτηκε, στ' αρχίδια μου και τα φανάρια, στ' αρχίδια μου και το σήμερα σου.

Το βράδυ πήρε τηλέφωνο το Σωτήρη.

Στην κηδεία δεν κλάψαμε πολύ. Μόνο η μάνα μου. Ήταν πια πολύ μεγάλη και χρόνια είχε αρχίσει να τα χάνει. Σε αναλαμπές της, λέγαμε απλά τα νέα μας. Αλλά τι να σου πει απ' το γηροκομείο;
Στο τραπέζι που ακολούθησε γελάσαμε. Ήπιαμε επίσης. Κάποια στιγμή μου είπαν, χαμήλωσε λίγο τον τόνο σου ρε, ακούγεσαι.
Θυμήθηκα την ιστορία που φαντάστηκε το χαμένο της μυαλό, την εξηντάρα ανιψιά της να κάνει πιάτσα στη Συγγρού, να επιβιβάζεται σε αμάξι, να τρακάρουν και να ακούγεται το μπατσικό, μέχρι το Φιξ. Ύστερα, είπα για ένα όνειρο που την τάραξε, ότι ήρθε λέει η Δευτέρα Παρουσία και επέστρεψαν όλοι οι πεθαμένοι. Μαζί κι ο άντρας της. Δεν τον ήθελε πια πίσω, δεν τον ήθελε πια καθόλου και του το είπε: άκου Μπάμπη, δεύτερη ζωή μαζί δεν θέλω να περάσουμε, φτάνει μία.
Γελάσαμε ξανά.
Βελόνες, δακτυλίθρες και πατρόν. Γνωστή μοδίστρα για τα δεύτερα, τα καθημερινά, της αθηναϊκής ελίτ. Πολύ δουλειά και ωραία ρούχα. Πάντα σχολίαζε ότι φορούσαμε και τα υφάσματα τους. Έλεγε, να αγοράζεις ακριβά παπούτσια και ζώνες.
Κάποτε, σε μια κρίση απολογισμού, θυμήθηκε και το Νίκο. Έπαιρνε τη μάνα μου, κοριτσάκι, βόλτα και αφήνοντας την να παίζει στο δρόμο με τις κούκλες της, 'συζητούσε' με τον κύριο Νίκο, κανά δυο ώρες στο γραφείο του. Μετά ήταν χαρούμενη.
Κάποιοι άνθρωποι κουλαντρίζουν τη ζωή τους έτσι ή αλλιώς.
Οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, έστω και λίγο, ζούνε μέσα μας. Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Και η εικόνα τους είναι αυτή που κρατάμε καρφωμένη στη συγκίνηση, ούτε ο ξεπεσμός, ούτε η παρακμή.
Επίσης ευτυχώς που για μερικούς, δεν υπάρχει άλλος κόσμος, δεύτερη ζωή δεν έχει. Συνωστισμός. Θα είχαμε και ατόφια δράματα.

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το

stenos400x400