Φτάνεις στον Πειραιά και μου λες να έρθω να σε πάρω, κι εγώ μπαίνω ανάποδα σε όλα τα στενά για να κάνω την διαδρομή πιο σύντομη. Έτσι κι αλλιώς τα απαγορευτικά δημιουργήθηκαν για να σβηστούν την πρώτη μέρα του Γενάρη. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο και τα χέρια μας αγγίζονται ξανά αμήχανα, κάθε φορά για εμάς είναι η πρώτη φορά.
Ερχόμαστε σπίτι και κάνουμε όλα εκείνα που μας στερεί η θάλασσα που έχει μπει ανάμεσα, μια ματιά που σταματά τον χρόνο, ένα τσιγάρο μοιρασμένο, έναν χορό σε ρυθμό διαφορετικό από εκείνον του τραγουδιού.
Κι ύστερα μου λες αυτό για εμένα είναι γιορτή, να φτάνω σε εσένα.
Μέσα σε δυο ώρες το πολύ έχω και πάλι συνηθίσει το σώμα σου, η εικόνα σου στον καναπέ δείχνει οικεία, το μπρίκι βγάζει δύο καφέδες αντί για έναν, τα πεταμένα μας ρούχα στο πάτωμα μοιάζουν τακτοποιημένα. Κοιτάμε μέσα από το άδειο σπίτι τα φώτα που έχουν ξεχαστεί στα μπαλκόνια απέναντι, ανοίγουμε την πόρτα να φύγει ο καπνός του τσιγάρου και μπαίνει ο καπνός από τα τζάκια, η νέα μυρωδιά της πόλης, γελάμε με όσα δεν αντέχουμε και τραγουδάμε Cohen, απομονώνουμε πάντα στίχους, για να μην νιώθουμε απομονωμένοι.
Κι ύστερα αρχίζουν τα μην φύγεις.