Δεν διάλεξα τίποτα απ’ όλα αυτά.
Δεν ήθελα εγώ τίποτα απ’ όλα αυτά.
Όμως όλοι οι άλλοι, οι φίλοι μου, το σπίτι μου, παντού,
όλοι φώναζαν τελικά στ’ αυτιά μου ένα και μόνο πράγμα.
Κι έτσι κι έγινε.
Εγώ θα ήθελα μάλλον ένα σπιτάκι με κήπο,
κι έναν άνθρωπο ήρεμο να ζει δίπλα μου,
να περνάν οι μέρες όσο γίνεται απλά.
Όμως είμαι εδώ.
Και πρέπει να γελάσω και με τις παπαριές που λένε τριγύρω -
κάποτε μου φαίνονταν αστείες.
Όμως τώρα δε μου φαίνονται.
Τώρα τίποτα δε μου φαίνεται πια αστείο.
Έχουν γίνει όλα πάρα πολύ σοβαρά.
Θα μου άρεσε να φανταστώ ένα μεγάλο ποτάμι που θα ‘ρθει,
θα με ξεπλύνει στην ορμή του και θα με πάει μακρυά,
«σ’ άλλη γη σ΄άλλα μέρη» που λέει και το τραγούδι.
Ένα ορμητικό ποτάμι που θα με παρασύρει - πού ξέρεις,
μπορεί και να υπάρχει. Πρέπει να υπάρχει,
το σκέφτομαι συχνά.
Όταν θα έρθει εγώ θα είμαι εδώ,
να το περιμένω.