Μερικοί πιο βιαστικοί χαιδεύαν την κοιλιά της, γλιστρώντας σιγά σιγά προς τα κει χάμω που το δέρμα παύει να είναι λείο και τα δάχτυλα πρώτα γίνονται sticky κι ύστερα καίγονται. Δάχτυλα αναστενάρηδες. Στη νεκρή ζώνη Μουρακάμι, νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου. Πολλοί πεθάναν εκεί, οι περισσότεροι πριν φτάσουν καν στην άκρη του φαραγγιού. Τα κουρέλια τους θα τα βρεις σκόρπια πάνω στο άγιο τρίγωνο. Λιγότερα ασπρισμένα κόκκαλα θ’ αντίκριζες στο δρόμο για το άγιο δισκοπότηρο.
Να γράφεις πιωμένος δεν αξίζει, στο λέω. Μέχρι το δεύτερο, τρίτο ποτήρι οι σκέψεις σου κάνουν τη χάρη. Στα τέσσερα αρχίζουν να πίνουν κι αυτές μαζί σου και με σκέψεις-συνοδηγούς που δεν τη βγάζουν καθαρές σε αλκοτέστ μην ξεκινάς ταξίδι. Σε χαντάκι ή σε κανένα άθλιο πάρκινγκ, ανάμεσα σε τούρκικες και βουλγάρικες νταλίκες θα καταλήξεις. Ούτε στο WC θα τολμήσεις να πας, από τη βρώμα. Θα στηρίξεις το κεφάλι στον ουρανό του αυτοκίνητου και θα κάνεις μούσκεμα λαμαρίνες, μισοκατεβασμένο παντελόνι, παπούτσια. Μια ιστορία τσίκνας που δεν νοιάζει κανέναν. Εκτός -ίσως- απ’ τους νταλικιέρηδες, μα αυτούς ας τους κάνει βιβλίο, ποστ, σενάριο, πολαρόιντ, ιστορία, κάποιος άλλος.
Το ξημέρωμα θα σε βρουν κοιμισμένο -μπορεί κι αποθαμένο- ανάμεσα σε δυο σταματημένα και σκοτεινά τρένα. Θα χαμογελάς και κανείς δεν θα τολμήσει να σε ξυπνήσει. Θα ‘ναι το πρώτο χαμόγελο που ΄χουν δει εδώ και αιώνες και δεν θα το λέει η καρδιά τους να το σκοτώσουν.
—