Μια μέρα που η φωνή του δεν ακούστηκε καθόλου, και σχεδόν δεν διακρινόταν μέσα στη γαλάζια πυτζάμα, έλιωνε τόσο μα τόσο γρήγορα, δεν ξέρω γιατί πήγα κοντά και του είπα “μη σκας για τον κήπο, θα στον φροντίζω εγώ, χειμώνα καλοκαίρι”. Δεν είπε τίποτε, ανέκφραστος έμεινε, πονούσε, δεν καλοάκουγε, δεν ένιωθε, δεν, δεν, μια διμοιρία από δεν.
Τέλος Αυγούστου εκείνος έλιωνε μέσα στο χώμα κι εγώ απο ζέστη, στη Ρόδο. Με το αίσθημα. Όταν γύρισα, κήπος δεν υπήρχε. Ένα φυτολόγιο μόνο, τα πάντα ξεραμένα. Καμμένα. Πιο πεθαμένα κι απο κείνον.
Σε έξη μήνες το δώσαμε αντιπαροχή. Δεν πέρασα να δω το σπίτι ούτε στο γκρέμισμα, ούτε στο χτίσιμο. Έκανα χίλια μέτρα παραπάνω διαδρομη για να μη περάσω απο κει, ούτε μπετονιέρα ήθελα ν’ ακούσω, ούτε μπάζα να φεύγουν, ούτε αλουμινάδες να αντικρύσω.
Όταν μου ΄πε η μάνα μου οτι δώσαν ρεύμα, πήγα. Βράδι, κλέφτης εντελώς. Φύτεψα ένα πλατάνι εκεί που θα μπορούσα να το βλέπω, όταν και αν περνούσα απ΄τη γειτονιά. Ούτε αν θα βρει νερά για να ψηλώσει ήξερα, ούτε αν θα επέστρεφα ποτέ. Μια στρατιά από “αν”.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, νιώθω οτι μισοξεχρέωσα. Κάποια μέρα που θα μπω για να παρκάρω, θα ‘θελα να τον δω εκεί, κάτω απ’ το πλατάνι, μέσα στις γαλάζιες πυτζάμες. Για να πάω να του ψιθυρίσω “στο είπα, μη σκας, χειμώνα καλοκαίρι, εγώ. Δεν πονάς, ε;”.