Από το blog.costinho
Και τελειώνει η νύχτα κλαίγοντας. Μόνος σου, χαμένος στη φωτοβολία, σε παίρνει και σπας. Σπάζεις, σε κομμάτια και πλήκτρα. Θυμάσαι ότι παλιότερα έσπαγες πιο συχνά, πιο φυσικά, πιο αναγκαία. Σαν από επιθυμία. Τώρα, σαν από πείσμα, και ενώ τα πάντα γύρω σου στο ζητάνε, εσύ κρατιέσαι, σφίγγεις τα δόντια πάνω στα χείλη μέχρι να ματώσουν και αρνείσαι να σπάσεις. Δεν παραδίνεσαι. Είναι όμως πολλά που σου φέρνει η νύχτα κι η καθάρια φωτοβολία της. Που σου ζητάνε παράδοση.
Γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιανός
Έχω δει πολλές εκδηλώσεις έρωτα και πολλές μ' έχουν πείσει. Με έναν παράξενο τρόπο, όμως, αυτό που θυμάμαι επίμονα είναι ο έρωτας μιας γηραιάς κυρίας για τον πεθαμένο άντρα της. Ήμουν 25 ετών όταν συνάντησα τη Σέμνη Καρούζου. Εκείνη στα 82, ένας θρύλος της αρχαιολογίας. Αυτή, με τον άντρα της, Χρήστο, θεμελίωσαν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας - βρήκαν σε μάντρες της Αττικής και τάφρους τους κούρους και τα κύπελλα με την αποσβολωτική τέχνη. Ήταν τύχη που μιλούσα μαζί της. Έμενε στο σπίτι τους στη Δεινοκράτους, μου φέρθηκε με ευγένεια και χωρίς κοκεταρίες.
Ο τρόπος που κυνηγιούνται τα σύννεφα Νοέμβρη στην σκαλινάτα της Trinita dei Monti λίγο πριν γεμίσει ανοιχτές ομπρέλες, η πρωινή υγρασία που σηκώνει πιο ψηλά τους γιακάδες στο Ιle de la Cite, ο ήχος από τις σκούπες και τα φαράσια των οδοκαθαριστών ξημερώματα έξω από το Griensteidl, τα καλάμια στην σειρά πάνω στην γέφυρα του Γαλατά πριν καλά καλά φωτίσει.
Από εκείνα τα χρόνια και η φιλία μας, τότε όταν τα παιδικά καρότσια στην διαδρομή ως το πάρκο σταματούσαν έξω από πινακίδες: “φρούτα“, “ψιλικά“, “νεωτερισμοί”, τα ”ενοικιάζεται/πωλείται” ξέφτιζαν αποκλειστικά στις κολώνες και τις νύχτες στα πάρκα δεν κοιμόταν κανείς. Μόνο ερωτευμένες αγρύπνιες έβρισκες.
“Συγγνώμη που ενοχλούμε τέτοια ώρα, αλλά η μικρή…….”
Από taxamenaepeisodia
Θα έρθει μια μέρα που θα φορέσεις εσύ το καινούριο σου μαύρο πουκάμισο κι εγώ το παλιό μου μπλε τζιν και θα βρεθούμε στο ίδιο πεζοδρόμιο που γνωριστήκαμε για πρώτη φορά, θα μου χαμογελάσεις όπως παλιά κι εγώ θα σκύψω το βλέμμα για να μετρήσω τα σπασμένα πλακάκια που μας χωρίζουν. Θα μου φωνάξεις ένα σκέτο ακολούθησέ με κι ύστερα θα κάνεις μεταβολή, και θα είναι το σώμα σου το όπλο άλλης μιας επιθετικής οπισθοχώρησης και το δικό μου μόνο η σκιά σου. Θα περάσουμε με τον ίδιο βηματισμό μπροστά από θρυμματισμένες βιτρίνες, κατεβασμένα ρολά και βρεγμένες χαρτόκουτες και δεν θα τους ρίξουμε ούτε μισό βλέμμα, γιατί ο κόσμος δεν θα χρειάζεται πια την λύπησή μας, ο κόσμος θα μας περιμένει μόνο για να τον περπατήσουμε ξυπόλητοι. Και θα διασχίσουμε με την ίδια ορμή τις διασταυρώσεις με τα χαλασμένα φανάρια και δεν θα φοβηθούμε ούτε στιγμή, γιατί ο κόσμος δεν θα χρειάζεται πια τον φόβο μας, ο κόσμος θα μας περιμένει μόνο για να περάσουμε απέναντι.
Χτες βγήκα στα μαγαζιά για να αγοράσω ένα παντελόνι. Περπατώντας στο εμπορικό κέντρο της συνοικίας που μένω είδα σ΄ενα μαγαζί κόσμο και μου έκανε εντύπωση γιατί στα διπλανά μαγαζιά έχαβαν μύγες... Σκέφτηκα λες να έχει τίποτα σούπερ προσφορές? Και μπήκα. Οι πελάτισσες που έψαχναν καλοντυμένες και η πωλήτριες σαν μοντελάκια. Κοιτάζω μια τιμή σ΄ενα πατελόνι.... 110 ευρουδάκια...Κοιτάζω μια ζακέτα 180 ευρουδάκια... Μια κυρία ήταν ήδη στο ταμείο με ένα μάτσο ρούχα και περίμενε τη λυπητερή. Βγήκα επί τόπου και προχώρησα παρακάτω. Βρίσκω ένα άλλο μαγαζί, νέκρα,κανείς μέσα, στο ταμείο μια μισονυσταγμένη κυρία. Ρωτάω για ένα παντελόνι, μου δείχνει , πόσο τη ρωτάω, 25 ευρώ...
Γράφει το πορτατίφ
Πιστεύω σε έναν κόσμο που στα τραπέζια δεν θα ακούγονται οι χαρούμενες ιστορίες από τον στρατό, οι αποκάτω θα πάψουν επιτέλους να τσακώνονται και η Γώγου θα είναι στα 'σχολικά' βιβλία που θα διαβάζουν τα παιδιά μας.
Γράφει ο kapakapamoiris
Ο παπούς πέθαινε απο καρκίνο, Μάιο διαγνώστηκε, Αύγουστο τον κηδέψαμε. Δυνάμεις δεν είχε, εγκατέλειψε τον κήπο, πήγαινα κάθε μέρα και τον ψευτοφρόντιζα εγώ, δέκα λεπτά δουλειά και το ‘βλεπα αγγαρεία.Καθόταν σε μια καρέκλα -μέχρι τα τέλη Ιουλίου που έπεσε πια για τα καλά- και έδινε οδηγίες, τα τελευταία «κουμάντα». Φωνή δεν έβγαινε, πήγαινα κοντά για να ακούσω, σχεδόν κόλλαγα το αυτί μου στο στόμα του. “Τις τριανταφυλλιές κλάδεμα λοξά, νερό μη ρίξεις πολύ”. Έριχνα, κλάδευα άγαρμπα, έπρεπε να τελειώνω, περίμενε το αίσθημα.
Από το kospanti
Σταθμός Αγίου Διονυσίου. Ο λεγόμενος και «δακρύβρεχτος σταθμός της ξενιτιάς» παραλία λιμένος. Κρεμμυδαρού, ξεχασμένο τοπωνύμιο. Η «γέφυρα του ρεμπέτη» λίγο πιο πάνω. Λένε πως αν ήθελες να γίνεις ρεμπέτης έπρεπε να περάσεις μοναχός σου τη γέφυρα βράδυ. Τότε ξύλινη, τώρα ασφάλτινη. Περνούν πάνω της χιλιάδες Ι.Χ. αγορασμένα με ευρώ, εξοφλημένα με δόσεις. Αλλάξαμε! Το πολύ εκατό μέτρα παρακάτω αναχωρούν τα βαπόρια για Κρήτη. Τα προτιμώ τα πλοία, ειδικά αν δεν κουνάνε. Πρέπει να είμαι ο μοναδικός εδώ τριγύρω που ταξιδεύω με τρένο. Τα τρένα με εγκλωβίζουν κι είναι κι αυτή η απαγόρευση του καπνίσματος … 14 ώρες ταξίδι ατσίγαρος γίνεται;
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon