Στρατής Πασχάλης, Το βαλς του Ορφέα. Στίχοι γραμμένοι για τη σκηνή, Κάπα Εκδοτική, Αθήνα 2024, 118 σελ.
Στίχοι τραγουδιών για θεατρικές παραστάσεις, μεταφράσεις και διασκευές, στίχοι για το χοροθέατρο, ανέκδοτοι στίχοι, πεζά βασισμένα σε σκηνικές παρουσιάσεις. Συνομιλώντας με τον Μολιέρο, με τον Σαίξπηρ, τον Καραγάτση, αλλά και με τον Τενεσί Ουίλιαμς ή με τον Άντον Τσέχοφ, ο Στρατής Πασχάλης ρίχνει γέφυρες για τη σύνδεση της ποίησης με τη μουσική και το θέατρο.
Ένας από τους ανθηρότερους λυρικούς της ποιητικής γενιάς την οποία έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «γενιά του 1980», ο Στρατής Πασχάλης, ξεκίνησε τη διαδρομή του με τολμηρά βήματα προς την ιδέα ενός μυστικιστικού απείρου υπό αγγελική μορφή, που αποτελεί και τη σκαλωσιά για το εμβληματικό του έργο Μιχαήλ (1996), τροφοδοτώντας εκ παραλλήλου και την υστερότερη Κωμωδία(1998). Ο ενοραματικός κόσμος του συμφωνικού Μιχαήλ κρύφτηκε στην Κωμωδία πίσω από εμφανώς μερικότερες και ατομικότερες καταστάσεις, όπως ο αγώνας για ερωτική πλήρωση ή ο ρεμβασμός της μοναξιάς και της περιπλάνησης.
Το μυστικιστικό στοιχείο παρ' όλα αυτά δεν χάθηκε και η αύρα του, που έμεινε ολοζώντανη σε όλα τα ποιήματα της Κωμωδίας, πέρασε και στις περισσότερες από τις συνθέσεις τής ακόμα νεότερης συλλογής Κοιτάζοντας δάση (2002). Μένω σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, αλλά η έξαρση και, κάποτε, η λαχταρισμένη ανάσα της λυρικής έκφρασης αποτελούν απαραγνώριστο στοιχείο του ποιητικού λόγου του Πασχάλη. Οι έννοιες της φθοράς και του χαλάσματος θα δηλώσουν συχνά την παρουσία τους κατά την πορεία του ποιητή προς την ωριμότητα, καθιερώνοντας ένα εσωτερικό ράγισμα στη στιχοποιία του. Το υποκείμενο δεν ανήκει πλέον στην αρμονία μιας υπερβατικής, αντικειμενικής τάξης – υπάγεται στην καθημερινότητα της σιωπηλής του απομόνωσης. Και ο σαρκασμός ο οποίος διαχέεται σαν λεπτή αύρα ή σαν μια ελαφρώς παγωμένη πνοή από ποίημα σε ποίημα και από συλλογή σε συλλογή, μόνο άσχετος δεν είναι με τη μεταμόρφωση του ποιητικού εγώ. Μαρτυρεί, αντιθέτως, την κατεύθυνση την οποία ακολουθεί ο αναπροσανατολισμός του εγώ και τον τόνο τον οποίο θα κρατήσει στη φωνή του – εκ πεποιθήσεως χαμηλό και συγκρατημένο και ταυτοχρόνως σημαδεμένο από μια στυφή (σίγουρα αναπότρεπτη) γεύση.
Με κατεύθυνση το θέατρο
Τι συμβαίνει κατόπιν των προηγηθέντων με το Βαλς του Ορφέα και πώς θα το συσχετίσουμε με την τροχιά του Πασχάλη στην ποίηση; Ο υπότιτλος του βιβλίου σπεύδει να μας προλάβει: Στίχοι γραμμένοι για τη σκηνή. Στίχοι τραγουδιών για θεατρικές παραστάσεις, που υπενθυμίζουν την πολυετή εμπλοκή με το θέατρο μέσα από μεταφράσεις και διασκευές, στίχοι για το χοροθέατρο, ανέκδοτοι στίχοι, πεζά βασισμένα σε σκηνικές παρουσιάσεις. Συνομιλώντας με τον Μολιέρο, με τον Σαίξπηρ, με τον Καραγάτση, καθώς και με τον Τενεσί Ουίλιαμς ή με τον Άντον Τσέχοφ, ο Πασχάλης άλλοτε απομακρύνεται από τις πηγές του και άλλοτε πλησιάζει πολύ κοντά, καταλήγοντας αδόκητο κατά κανόνα αποτέλεσμα.
Πολύστιχος ή ολιγόστιχος, με πολλαπλές στιχουργικές συνθέσεις ή με ξεχωριστές μονάδες, με μεικτές ομοιοκαταληξίες (πλεκτές και ζευγαρωτές), που σπανίως θα εκβάλουν σε ομοιόμορφα σύνολα, με ένα υπογείως σατιρικό πνεύμα, μετασχηματισμένο κάποτε σε αυτοσαρκασμό, όπως και με φωνές μοιρασμένες σε ηθοποιούς ή υποταγμένες στη διεύθυνση της σκηνοθετικής μπαγκέτας, ο Πασχάλης θα παρακάμψει εξαρχής την οιαδήποτε παράτα φιλολογίας και λογιοσύνης. Όχι πως δεν συναντιόμαστε τακτικά και με τις δύο ή πως δεν θα διαισθανθούμε κατά τόπους μια σκιά ή ένα φάσμα της λειτουργίας τους.
Η διαφορά είναι πως τόσο η φιλολογία όσο και η λογιοσύνη έχουν αποβάλει την εξωτερική ένδυση και τον βαρύ οπλισμό τους για να χωθούν και να ριζώσουν στο υπέδαφος της λυρικής συνθήκης και της λυρικής γλώσσας του Πασχάλη – απ’ όπου και αναπτύσσονται σαν μουσικά κομμάτια, σαν τραγούδια και σαν πεζοτράγουδα: ως υποστηρικτικά υλικό μιας θεατρικής πράξης ή ενός χορογραφικού στιγμιότυπου· ως τεχνική υποδομή για να ανέβουν επί σκηνής τα ψηφία του θεάματος και (πρωτίστως) του ακροάματος στο οποίο έχει ενσωματωθεί η ποίηση. Ποίηση η οποία δεν έλκει τυχαία, όπως τώρα αποδεικνύεται, την καταγωγή της από τον λυρισμό ούτε και έχει θητεύσει τυχαία σε αυτόν.
Θα ήταν κρίμα και μάταιο να εγκλωβιστεί η κριτική στα άπαρτα κάστρα της φιλολογίας και της λογιοσύνης, παραγνωρίζοντας τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα της τέχνης του Πασχάλη όταν ανοίγει το δρόμο της για το σανίδι των σκηνικών τεχνών. Εύγλωττο, φαντάζομαι, είναι το παράδειγμα που έπεται:
Γιούγκερμαν 2018
Πικρό αγρίμι, αγγελικό,
μέσα μου έλα να κρυφτείς,
δώσε μου πόνο ηδονικό,
μονάχα εσύ, άλλος κανείς.
Μέσα στις τύψεις τριγυρνώ,
μ’ ακολουθείς παντού εσύ,
είσαι της νύχτας μυστικό,
είμ’ ένα έρημο νησί.
Σ’ όλο τον κόσμο μόνο ένα,
ένα κορίτσι μοναχά,
υπάρχει αυτό, κι άλλο κανένα,
στη σκοτεινή μου την καρδιά.
Επιζητώντας κυρίως την ακρόαση, όπως το ανέφερα προηγουμένως, ο Πασχάλης θα μιλήσει για τον έρωτα, βάζοντας στο επίκεντρο ένα μοναδικό κορίτσι, έτοιμο να προσφέρει ως αντίδοτο για το σκοτάδι και για την ερημιά της καρδιάς τού ήρωα την αγγελική του μορφή (την παλαιότερη αγγελική μορφή του απείρου).
Ο φαινομενικά αδιαμεσολάβητος ποιητικός λόγος (ας υπολογίσουμε τους οικοδομικούς κόπους που προϋποθέτει μια τέτοια απλότητα) αποδεσμεύει εικόνες ικανές να συνεγείρουν ποικιλοτρόπως τα αισθήματα των ακροατών και των θεατών. Το ακρόαμα έχει κιόλας μεταστοιχειωθεί σε θέαμα και στη σκηνή ακούγεται ήδη η λύρα να παίζει έναν μελαγχολικό σκοπό με ισχυρό φρόνημα ελευθερίας.
Αν θυμηθούμε τον έρωτα και τη μοναξιά της ποιητικής γραμμής την οποία έχει χαράξει εδώ και δεκαετίες η ποίηση του Πασχάλη, τότε εύκολα θα ενώσουμε τα κομμάτια του τωρινού παζλ, κατανοώντας το νόημα του παιχνιδιού το οποίο διεξάγεται από πολύ νωρίς στη μαγική καλλιτεχνική του σκακιέρα.
Πηγή: The Books' Journal