1. τεμπελιάζει και δεν τον ενδιαφέρει το σχολείο.
2. δεν παίρνει τα γράμματα, να πάει να δουλέψει.
3. προσπαθεί, αλλά δεν έχει καλούς καθηγητές.
4. έχει ΔΥΣΛΕΞΙΑ!
Αν και οι τέσσερεις παραπάνω απαντήσεις ευσταθούν από μόνες του, υπάρχει όμως κακή πληροφόρηση για το τι πραγματικά σημαίνουν. Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε σύντομα στις τρεις πρώτες προτάσεις και θα δώσουμε περισσότερο βάρος στην τελευταία. Η «δυσλεξία» είναι μία παρεξηγημένη έννοια η οποία τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται αφειδώς από δασκάλους, γονείς και επιστήμονες. Φέρει όμως από πίσω της βαριά ευθύνη καθώς πρέπει να εξεταστούνε πολλοί παράγοντες πριν αποφασίσουμε να ονομάσουμε ένα παιδί «δυσλεκτικό».
Αρχικά, αναφορικά με το ενδιαφέρον που δείχνει ένα παιδί στο σχολείο, η προσοχή μας θα επικεντρωθεί στην ποιότητα ζωής του παιδιού. Όταν μία οικογένεια βιώνει ρίξεις, καυγάδες, απαισιοδοξία για το μέλλον και οικονομικά προβλήματα, είναι λογικό επακόλουθο οι μαθητές της οικογένειας να στρέψουν την προσοχή τους στο τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι τους και όχι στα σχολικά τους καθήκοντα. Μία λεπτή οριογραμμή μπορεί να χωρίζει τη χαμηλή επίδοση ενός μαθητή από συναισθηματικά προβλήματα που δημιουργούνται πολλές φορές από το σπίτι του. Ακόμα και οι ενήλικες, κατά τη διάρκεια μιας κακής μέρας ή εβδομάδας, σπάνια έχουμε διάθεση να εργαστούμε. Ένα παιδί που νιώθει εγκλωβισμένο σε προβλήματα, γιατί θα πρέπει να είναι υποχρεωμένο να έχει διάθεση για το σχολείο;
Συνεχίζοντας, υπάρχει μία ομάδα μαθητών για την οποία η «ακαδημαϊκή καριέρα» δεν αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Αρκεί να σκεφτούμε το εξής: ο άνθρωπος δεν είναι ένας οργανισμός ο οποίος είναι φτιαγμένος να διαβάζει. Η γραφή, η ανάγνωση και η μάθηση μέσω του γραπτού λόγου αποκτήθηκαν από τον άνθρωπο πολύ αργότερα σε σύγκριση με άλλες ικανότητες του, όπως η χειρονακτική εργασία και ο προφορικός λόγος. Πάρτε για παράδειγμα τα πρώτα επιτεύγματα ενός νηπίου: πρώτα μαθαίνει να πιάνει αντικείμενα, μετά να βαβίζει, μετά να μαθαίνει μέσα από το λόγο και τέλος, πολύ αργότερα να διαβάζει. Ουσιαστικά, αυτό που ονομάζουμε «γράμματα» δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Δε θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο πως όλοι οι μαθητές θα τα πηγαίνουν εξίσου καλά με το διάβασμα και το γραπτό λόγο. Η φύση έχει προφανώς προνοήσει να τους δώσει άλλες ικανότητες. Μένει να εντοπιστούν και να καλλιεργηθούν.
Έπειτα, θα πρέπει να αναφέρουμε το σημαντικό παράγοντα της διδασκαλίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που η κακή διάθεση του δασκάλου, οι μη επαρκείς δεξιότητές του ή η απροσεξία του έχουν επιπτώσεις στην επίδοση του μαθητή. Το παιδί μέχρι να ολοκληρώσει την υποχρεωτική του φοίτηση περνάει σχεδόν τη μισή του μέρα στο σχολείο, το οποίο μετατρέπεται σε «δεύτερη οικογένειά του». Ο δάσκαλος αναλαμβάνει την ηθική διαπαιδαγώγηση του παιδιού, μεταδίδοντάς του γνώσεις, δεξιότητες, καθώς το προετοιμάζει για την ένταξή του στην κοινωνία. Παράλληλα με τη στήριξη της οικογένειας, οι εκπαιδευτικοί υποχρεούνται από τους θεσμούς να προσφέρουν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση για τον κάθε μαθητή. Όταν αυτό δε συμβαίνει, τότε οι μαθητές που έχουν ένα υψηλό δυναμικό και θέληση για πρόοδο, αδικούνται.
Τέλος, η ΔΥΣΛΕΞΙΑ! Ας γίνει ξεκάθαρο από την αρχή, ότι για να μπει η διάγνωση της δυσλεξίας, θα πρέπει όλοι οι παραπάνω παράγοντες να αποκλειστούν. Δηλαδή, όταν ένα παιδί, δεν αντιμετωπίζει κοινωνικά ή συναισθηματικά προβλήματα, έχει γενικότερα μία ροπή προς τα «γράμματα» (η οποία γίνεται φανερή μέσα από την αξιολόγηση της νοημοσύνης), και το εκπαιδευτικό του περιβάλλον είναι το καλύτερο δυνατό, αλλά συνεχίζει να έχει προβλήματα με το γραπτό λόγο, τότε η δυσλεξία είναι μία πιθανή εξήγηση.
Η δυσλεξία ανήκει στην μεγάλη ομάδα των Μαθησιακών Δυσκολιών (Μ.Δ.). Μία υποκατηγορία των Μ.Δ. αποτελούν οι Γενικευμένες Μ.Δ., στις οποίες εντάσσονται τα προβλήματα μάθησης και προσαρμογής που οφείλονται στον παράγοντα νοημοσύνη. Η χαμηλή, ή ακόμη και η οριακή νοημοσύνη (η οποία εξετάζεται από ψυχολόγους, μέσα από ειδικά ψυχομετρικά εργαλεία) μπορούν να δημιουργήσουν διαταραχές στο παιδί ή στον ενήλικα, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά του, τις επιδόσεις του, τους στόχους του, ακόμη και την αντίληψή του για τον εαυτό του. Οι Γενικευμένες Μ.Δ. προκύπτουν κατά βάση από βιολογικούς παράγοντες και στις ακραίες τους μορφές καθιστούν το άτομο μη ικανό να φροντίσει τον εαυτό του γενικά. Η δυσλεξία δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία των Μ.Δ.
Η άλλη κατηγορία των Μ.Δ. είναι οι Ειδικές Μ.Δ., όπου συναντάμε και τη δυσλεξία. Για να εντοπίσουμε την κατηγορία αυτή θα πρέπει να αποκλείσουμε τα ενδεχόμενο ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μαθητής στο γραπτό λόγο είναι απόρροια κοινωνικο-συναισθηματικών προβλημάτων, μη-φυσιολογικής νοημοσύνης, κακής εκπαίδευσης ή αισθητηριακών διαταραχών. Οι Ειδικές Μ.Δ. είναι αναπτυξιακές διαταραχές, κάτι που σημαίνει πως το άτομο γεννιέται με αυτές, και στην πορεία της ανάπτυξής του μπορούν να αλλάξουν συμπτωματολογία, αλλά όχι να εκλείψουν. Διάφοροι τύποι των Ειδικών Μ.Δ. δημιουργούν διαφορετικά προβλήματα στα παιδιά, ιδίως όταν το παιδί έχει να αντιμετωπίσει τη συνύπαρξη δυσκολιών. Η δυσλεξία αποτελεί τον πιο συχνά εμφανιζόμενο τύπο των Ε.Μ.Δ. και εντοπίζεται πιο συχνά στα αγόρια.
Ένας δυσλεκτικός μαθητής δυσκολεύεται να μάθει τη σωστή χρήση του γραπτού λόγου, ενώ στον προφορικό λόγο έχει κανονική επίδοση για την ηλικία του. Είναι πολύ πιθανόν να διαβάζει πιο αργά από ό,τι οι συμμαθητές του και στο τέλος του κειμένου να μη θυμάται τι διάβασε. Ακόμη, συνήθως τον προβληματίζει η σωστή ορθογραφία των λέξεων: μπερδεύει φωνήεντα και σύμφωνα, φθόγγους και συλλαβές. Τα γράμματά του μπορεί να είναι ακατάστατα και το γραπτό του μουντζουρωμένο. Ίσως ακόμη να μπερδεύεται όταν διαβάζει την ώρα από ένα ρολόι, όταν κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς χωρίς χαρτί και υπολογιστή και όταν πρέπει να αποφασίσει γρήγορα ποιό είναι το δεξί και ποιό το αριστερό.
Η δυσλεξία αποτελεί μία συγκεκριμένη κατάσταση, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με συγκεκριμένο τρόπο. Αν και ο νόμος σήμερα προστατεύει τους μαθητές με δυσλεξία, απαλλάσσοντάς τους από τις γραπτές εξετάσεις, πολύ συχνά συναντάται στους χώρους της ψυχικής υγείας η προσπάθεια «υπερδιάγνωσης» της δυσλεξίας, η οποία συχνά υποκινείται από εκπαιδευτικούς και γονείς με στόχο να απαλλαγεί το παιδί από την "ταλαιπωρία" των γραπτών εξετάσεων.
Αυτό που θα πρέπει να έχει γίνει κατανοητό είναι ότι ένας μαθητής μπορεί να έχει χαμηλή επίδοση για πολλούς λόγους, οι οποίοι δεν είναι πάντοτε φανεροί. Όταν επιπόλαια κατατάσσουμε έναν μαθητή σε μία από τις παραπάνω τέσσερεις πιθανές απαντήσεις, τότε όχι μόνο δεν βοηθάμε το παιδί, αλλά ενδέχεται να οξύνουμε και τις δυσκολίες που ήδη αντιμετωπίζει. Η σωστή και άμεση διάγνωση είναι ευθύνη όλων των ενηλίκων που στηρίζουν ένα παιδί.
Πέτρος Κεχαγιάς
MSc Νευροψυχολόγος, Ψυχοθεραπευτής
Υπ. Διδάκτωρ Ιατρικής Α.Π.Θ.
www.facebook.com/psychologoslimnos
www.psychologoslimnos.weebly.com