Ο μπαμπάς σ’ ήξερε ουλ’ τ’ Προσετσάν’. Μόλις πήγαμ ουλ’ λέγαν: «Να ο Κώστας, κατσιρμάς, κατσιρμάς(*)». Δηλαδή έκλεψεν τ’ κοπέλα. Οπ’ περνούσαμ μας μλούσαν και μας υποδέχ’νταν. Πήγαμ με το καΐκ’. Βγήκαμ στ’ Καλαμίτσα και έπρεπε οι άντρες να βγούνε γιατί ήταν φορτωμένο βαριά το καΐκ’ και δεν επιτρεπόταν κάτι τέτοιο. Μετά βγήκαμ εμείς στ’ Καβάλα, ορισμένα άτομα και ήρταν οι άντρες απ’ τ’ στεργιά και μας ανταμώσαν.
Αλλά ο μπαμπάς σ’ μίλ’ξεν στον καπετάνιο και τον κατέβασεν στο μπουντρούμ, τι το λένε καλέ αυτό το υπόγειο τ’ καραβιού, αμπάρ, μάλιστα αμπάρ, και δε βγήκε με τς αλλ’. Βγήκαμ στ’ Καβάλα και πήγαμ στο ξενοδοχείο. Δώκαμ τα ονόματά μας στο ξενοδοχείο.
Μόλις βγήκαν ο Βαγγέλ’ς ο Μπουρμάς, πρώτος αξάδερφόζεμ, μαθέ ο μπαμπάζεμ και η μάνα τ’ αδέρφια, καθώς και ο Μόσκοβας, τς το γράψαν τ’ μάνα μ’, ότι εγώ ήμνα με τον Κώστα.
Η μάνα μ’ είχε πει και στο Βαγγέλ’ και στο Μόσκοβα να με προσέχνε, και καλά. Τσουτσουρίσκε(**) το πράμα, διαδόθκεν, κι απ’ τς πρώτες ώρες μες στο καΐκ’ το καταλάβαν. Τι ήθελα μαθέ εγώ στ’ Μακεδονία, αργάτς ήμνα; Άσε που ξεγέλασα τ’ μάνα μ’. Αλλά δε φταίβαμ, δε ντον θέλαν το μπαμπά σ'.
Με γύρεψεν και δε ντον θέλαν. Το καράβ δεν είχε φυγ' την πρωτ μέρα απ' τ' Λήμνο, απ' το Μπουρνιά. Έφγεν τ’ δεύτερ μέρα κι από κει έδεσε στο Κατάλακκο, πήγαινε κατάγιαλο - κατάγιαλο, και βγήκαν και πήγαν στον παπά και πήραν λειτουργιές, για ψωμί γερενέ(***), για να τρώμε. Είχε ειδοποιήσ’ η μάνα μ’ την αστυνομία, για να με γυρίσνε πίσω.
Μας πήγαν στν αστυνομία. Καλούνε το μπαμπά σ’, ήνταν ο καμένος με τα καθμερνά τα ρούχα, αξούρστος, λεγ’ τν αγαπώ και θα τ’ μπαντρευτώ.
Τον λεγ' ο διοικητής, παιδί μου, σε βλέπω, νέος, καλός, φαίνεσαι τίμιος, γερό σώμα, οι κουβέντες σου μου άρεσαν, αλλά γίνονται πολλά αδικήματα, γι’ αυτό θα είσαι υπό επιτήρηση, και θα δίνεις το παρόν κάθε οχτώ μέρες. Κάθε οχτώ μέρες στν αστυνομία ο μπαμπάς σ’, γιατί ήμουν ανήλικη. Εγώ ήμνα στο σπιτ και κειος πήγαινε στν αστυνομία. Δόξα τω Θεώ, ζήσαμ μαζί εξήντα χρόνια με αγάπ, κάμαμ εξ παιδιά, τι άλλο να θέλω.
(*) κατσιρμάς. Κλοπή, απαγωγή, αλληλοαπαγωγή νεαρού ζευγαριού, όταν δεν ευνοούν την ένωσή τους οι γονείς.
(**) τσουτσουρίσκε. Διαδόθηκε ως φήμη.
(***) γερενέ. Αντί, εις αντικατάσταση κάποιου άλλου πράγματος.