Είναι γνωστό πως ο Κώστας Βάρναλης πέρασε και από το νησί μας, τη Λήμνο, ως φαντάρος. Συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 1913 επιστρατεύεται μαζί με τους «απαλλαγέντες και αγύμναστους των ετών 1900-1902» κι έτσι καταλήγει στη Λήμνο. Τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στο νησί μας ως οπλίτης τις καταγράφει μαζί με άλλα αυτοβιογραφικά στοιχεία στα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» που εκδόθηκαν από τον «Κέδρο» το 1980. Στο κεφάλαιο «Πώς ενθυμούμαι τους πολέμους 1912-1913» υπάρχουν αναφορές του ποιητή και στο νησί μας εκείνης της εποχής και αξίζει να τα αναφέρουμε:
«.....Μόλις ξεκίνησε το βαπόρι, μας είπανε το μυστικό. Πηγαίναμε στη Λήμνο. Η πρωτεύουσα του νησιού, το Κάστρο είχε οριστεί έδρα τάγματος. Εκεί θα πηγαίνανε να κατατάσσονται οι αγύμναστοι και οι κληρωτοί Λήμνου, Ίμβρου, Τενέδου, Αη Στράτη...και σα βετεράνοι θα φυλάγαμε το λιμάνι του Μούδρου
από παντού μπας και ο τουρκικός στόλος κάνει άξαφνα καμιάν απόβαση και το καταλάβει. Και τότες ο δικός μας στόλος θα έχανε το μοναδικό του αυτό ορμητήριο αντίκρυ στη μπούκα των Δαρδανελλίων....Όταν φτάσαμε στο Κάστρο κι από κει πεζοπορία εννιά ώρες στο Μούδρο, ξεχωρίσανε από μας καμιά δεκαπενταριά και μας στείλανε μ’ επικεφαλής ένα λοχία στο χωριό Κοντιά, για να φυλάμε την περιοχή. Μιάμιση ώρα μακριά από τον Κοντιά πίσω από κάτι βουνά όλο στουρνάρι, στήσαμε ένα φυλάκιο απάνου σε μια πούντα στο έμπα του λιμανιού του Μούδρου. Ωραίο, ήσυχο μέρος, που όταν σε λίγο άρχισε να μυρίζει άνοιξη, η θάλασσα με τα πράσινα χορτάρια της και τους αχινούς της ανάμεσα στα βράχια ήτανε καθάρια σαν κρούσταλλο και καλεστική σαν...ερωμένη!.... Οι κακομοίρηδες οι νησιώτες μας περιποιηθήκανε από μοναχοί τους όσο μπορούσανε. Μας στείλανε καμιά δεκαριά ολοκαίνουρια παπλώματα, για να μην κρυώνουνε τα...παιδιά. και φανέλες, πουκάμισα, κάλτσες να φορέσουνε, που κανείς από μας δεν είχε δεύτερα. ...
.......Τα βουνά του νησιού γυμνά και πένθιμα, όλο μαύρη πέτρα. Και μαύρη λάσπη. Αριά και πού κανένα δεντράκι....κι όμως άρχιζε η άνοιξη. ‘Ηλιος, αέρας, θάλασσα-όλα ωραία. Κι η νοσταλγία της Αττικής, της ...γης της ελευθερίας, μου γέμιζε καημό την ψυχή. Ο κόρφος του Μούδρου είναι στο μυχό του πολύ ανάβαθος. Δέκα έως είκοσι πόντοι νερό το πολύ και σε μεγάλο διάστημα. Στη μέση ένα νησάκι. Από τις όχθες οι τσομπαναραίοι περνάνε τα κοπάδια, τις γελάδες και τα πρόβατα με τα πόδια στο νησί, για να βοσκήσουνε. Είναι σα μια ρηχή λίμνη, που το λίγο νερό της δεν το ταράζει ποτές ο αέρας. Μέσα στον άμμο του ατάραχου βυθού αυξάνουνε και πληθαίνουνε με την ησυχία τους σωρός τα χάβαρα. Οι γυναίκες και τα κορίτσια του Μούδρου ερχόντανε από τα χαράματα εδώ για να τα μαζέψουνε. Τις έβλεπα από μακριά μέσα στην πρωινή άχνα σκυμμένες απάνου στο νερό με τα μανίκια ανασκουμπωτά, με τα φουστάνια σηκωμένα και σφιγμένα μέσα στα σκέλια τους και μ’ ένα καλάθι περασμένο στ’ αριστερό μπράτσο.... κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια χωριάτικα φουστάνια. Άσπρα ή παρδαλά φακιόλια. Μπράτσα, λαιμοί, γάμπες και μεριά ολόγυμνα, αστραφτερά.....
.....Η πρωτεύουσα του νησιού με το μεσαιωνικό της φρούριο ολόρθο απάνου στη θάλασσα. με τα γιαουρτάδικα, τα χαλβατζήδικα και τη μητρόπολή της, με τους ντόπιους κληρικούς κι εφέδρους, που ήρθανε ραφιναρισμένοι από την Αίγυπτο(εκεί ξενιτεύονται οι Λημνιώτες από μικροί, για να κάνουνε την τύχη τους), με τους λίγους Τούρκους, που απομείνανε ακόμα (οι περισσότεροι είχανε φύγει), σιωπηλοί κι υποταγμένοι στη μοίρα τους, μα πάντα καλόβουλοι άνθρωποι. Με τους αρκετούς Εβραίους, που δεν τους ξεχώριζες από τους Ρωμιούς (έτσι καλά μιλάνε τη γλώσσα μας), είχε ζωηρέψει πολύ. Γυμνάσια του τάγματος κάθε πρωί στην παραλία. Σαλπίσματα όλη μέρα και κάρα, που βροντάγανε πάνου στα καλντερίμια γεμάτα ψωμιά, κρέατα ή τσουβάλια και το απόγεμα ως το βράδυ ατελείωτο ανεβοκατέβασμα στην αμμουδιά της παραλίας των ντόπιων κοριτσιών, των αξιωματικών και των βρώμικων φαντάρων. Αυτός ήτανε ο περίπατος της...πρωτεύουσας....
Και τελειώνει την αναφορά του στη Λήμνο με το ταξίδι της επιστροφής:
...Το Μάρτη του 1914 απολυθήκανε οι απαλλαγέντες.Το ταξίδι του γυρισμού ήτανε αληθινό μαρτύριο. Το παλιοβάπορο , που μας φορτώσανε, φεύγοντας από το Κάστρο έπιασε Μυτιλήνη. Όλη νύχτα ο Θρακιάς φυσομανούσε...κι όμως ήταν το ταξίδι της ελευθερίας....»