All the news that fit to print. Όμως, και ο ευρωπαϊκός Τύπος –η Monde, o Figaro ή η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ)– κατέχει την τέχνη του «μεταθανάτιου εγκώμιου», που έρχεται από τους ρωμαϊκούς χρόνους ώς τις μέρες μας και αποτίει τον ύστατο φόρο τιμής στην εκλιπούσα προσωπικότητα. Είναι άχαρη αυτή η «δουλειά» και δύσκολη: «εκθειάζει» κανείς εκ των υστέρων, ανέκκλητα, τις αρετές ενός προσώπου στο πλαίσιο μιας μάλλον μακάβριας, επαγγελματικής συνήθως, υποχρέωσης, ενίοτε στα όρια της εξιδανίκευσης. H FAZ, όμως, έχει και μια άλλη «φόρμουλα»: συνηθίζει τα εγκώμιά της ανά δεκαετία στα εκάστοτε γενέθλια του τιμώμενου προσώπου.
Για τον Γιάννη Διακογιάννη, όπως, τότε, για τον Φέρεντς Πούσκας, τον Γιόχαν Κρόυφ, τον Ντιέγκο Μαραντόνα, αλλά και πρόσφατα για τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, γράφτηκαν κιόλας με τη θλιβερή είδηση τα πρώτα κείμενα. Άλλα διεκπεραιωτικά, επαγγελματικά (;), κι άλλα «εις ανάμνησιν», αλλά χωρίς μνήμη, χωρίς δηλαδή το βίωμα που χρωματίζει το κείμενο. Αν, όμως, κάποιο ξεχωρίζει, είναι το άρθρο της Ρίκας Βαγιάνη, στο protagon.gr, «Nessouno, mai…*: Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» (30/7/2012). Τότε, ανεξήγητα, μου είχε διαφύγει. Κι αν το διάβαζα πρώτο απ’ όσα γράφονται για την απώλειά του, ίσως και να μην υπήρχε λόγος γι’ αυτόν τον «Αποχαιρετισμό στον Ζαννό», αν αναλογιστεί κανείς, πικρά, ότι τον περιμένει μαζί με την αγαπημένη του Βαρβάρα, αμφότερες πρόωρα χαμένες από τη ζωή του.
Ι
Στο Με κομμένη την ανάσα, του Γκοντάρ, ο Νεγκουλέσκου-Μελβίλ απαντά σε μια ερώτηση της «δημοσιογράφου» Τζιν Σίμπεργκ: «Να γίνω αθάνατος κι ύστερα να πεθάνω». Αυτό, ενδόμυχα, ήθελε –και πέτυχε σιωπηλά– αυτός «ο μικρός στρατιώτης του μεγάλου σινεμά». Κι αυτό, θα μπορούσε κατ’ αναλογία να ισχύσει και για τον Γιάννη Διακογιάννη: έγινε αθάνατος κι ύστερα πέθανε, περίπου στην ίδια ηλικία με τον Γκοντάρ με μικρή χρονική διαφορά. Και οι δυο, αποσύρθηκαν σιωπηλά, ο καθένας στο «γήπεδό» του, είχαν γίνει ένας «ζωντανός μύθος» και έφυγαν πλήρεις ημερών, έργων και εμπειριών. Στο αφιερωματικό τεύχος των Cahier du Cinema για τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Μάρτιν Σκορσίζε ξεκινούσε το άρθρο του με την πρόταση «Ο Γκοντάρ ίσως να μην πέθανε» κι είναι κάτι που θα μπορούσε να γραφτεί και για τον Διακογιάννη.
Γιατί όμως ξεχωρίζει –και διαφέρει– ο Διακογιάννης από όλους τους άλλους συναδέλφους του, τους «επιγόνους» του και τους συγχρόνους και γιατί, ίσως, να είναι καλύτερος ακόμα και από κάποιους ξένους; Τι είναι αυτό που τον κάνει δημοφιλή, αγαπητό, αλλά και pop, θα τον έκανε ακόμα κι αν δεν υπήρχε το τραγούδι του Κηλαηδόνη; Γιατί τον αγαπήσαμε αυτόν τον «κυριακάτικο επισκέπτη», αλλά και ξεναγό στις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις; Όχι, βέβαια, διότι, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη συντεχνιακή ένωση των δημοσιογράφων (ΕΣΗΕΑ), της οποίας υπήρξε επιφανές, αλλά διακριτικό, μέλος, «την καριέρα του στιγμάτισε η παρουσίαση της ‘‘Αθλητικής Κυριακής’’», ούτε, βέβαια, γιατί «ήταν η φωνή που στιγμάτισε τα κυριακάτικά μας βράδια» (το δις εξαμαρτείν και δη από «επαγγελματίες»-συνδικαλιστές της δημόσιας γραφής!).
ΙΙ
Ας τα πάρουμε με τη σειρά: πρώτον, ο Γιάννης Διακογιάννης είναι από τους πρώτους που «μπαίνουν» στα νεοελληνικά νοικοκυριά από τον τηλεοπτικό δέκτη, μαζί με την Έλλη Ευαγγελίδου, τον Φρέντυ Γερμανό, και, λίγο αργότερα, τον Νίκο Μαστοράκη, αλλά και πολλούς άλλους, από την Κέλλυ Σακάκου μέχρι την Μπέττυ Λιβανού. Άρα, είναι αναπόσπαστο κομμάτι και συστατικό της συλλογικής μνήμης, που διαμορφώνει (τηλεοπτική) συνείδηση μέσα από τις πρώτες εικόνες του Διαύλου 10 του ΕΙΡ, του μετέπειτα ΕΙΡΤ και της ΕΡΤ. Ο Διακογιάννης δεν «γράφει» απλώς στην κάμερα, είναι ο εαυτός του στο τηλεοπτικό στούντιο (όπως ήταν και ο Γερμανός) ή, ενίοτε, στο στούντιο του ΟΤΕ, όταν από εκεί γίνονταν οι πρώτες τηλεοπτικές συνδέσεις με τη Eurovision και το χαρακτηριστικό της σήμα, καθώς αρμονικά «συνδέονται» τα αδρά χαρακτηριστικά ενός προσώπου με «γαλλικές γραμμές» (από μητέρα Γαλλίδα) και μια ζεστή, ενίοτε στακάτη φωνή, που τόνιζε, σαν τους Γάλλους, κάποιες λέξεις, άλλοτε με θέρμη κι άλλοτε με πείσμα.
Δεύτερον, εξίσου σημαντικό: ο Διακογιάννης δεν προέρχεται από τη «μεγάλη σχολή των ραδιοφωνικών περιγραφών», αλλά από τη Γαλλία: του Tour de France, της Équipe και του μεγάλου Gabriel Hanot. Εκεί θα κάνει τα πρώτα βήματά του, εκεί θα μάθει την αξία του προσωπικού, δημοσιογραφικού αρχείου, εκεί θα πρωτοδεί τηλεόραση, στέλνοντας τις πρώτες ανταποκρίσεις του στην Ελλάδα, και με αυτές τις «αποσκευές» θα επιστρέψει στη χώρα που ήδη είχε δύο αθλητικές εφημερίδες, την Αθλητική Ηχώ (αρχικά, Αθλητικά Νέα) και το Φως των Σπορ, με τους πηχυαίους τίτλους, τα «λιοντάρια» και τους «αίλουρους» πρωτοσέλιδα.
Κατά μία έννοια, ο Διακογιάννης ήρθε από το «αύριο» της αθλητικής δημοσιογραφίας, διαμορφώνοντας –και κατακτώντας– εξαρχής το «εθνικό ακροατήριο».
III
Εν αρχή ήν ο λόγος: «Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι…», κατά τα ειωθότα της γαλλικής αβρότητας που έφερε στα μικροαστικά σαλόνια της νεοελληνικής, ανερχόμενης, καταναλωτικής κοινωνίας, καθώς υποδεχόταν διστακτικά τις πρώτες (πανάκριβες) τηλεοπτικές συσκευές στα σπίτια της. Από τα πρώτα «φιλμάκια» 16mm, που προβάλλονταν τις Δευτέρες το βράδυ στην ελληνική τηλεόραση, μετά τους αγώνες του Παγκόσμιου Κυπέλλου στην Αγγλία (1966), στις πρώτες περιγραφές από τα στούντιο του Μεγάρου ΟΤΕ (στην 3ης Σεπτεμβρίου), από τα γήπεδα του Μεξικού (και το ιστορικό 4-3 Ιταλίας-Γερμανίας στην παράταση, που, στην Ελλάδα, θα λήξει περασμένες τρεις τα ξημερώματα) κι ύστερα στον «ναό του ποδοσφαίρου», σε τελικούς Κυπέλλου Αγγλίας και μαζί με τον Παναθηναϊκό του Πούσκας, να περιγράφει –και να θαυμάζει– εκείνο το «κουρδιστό πορτοκάλι» των Oranje, του Μίχελς και των Κρόυφ, Νέεσκενς, Σούρμπιερ, Κάιζερ κ.ά., αλλά και στους Ολυμπιακούς αγώνες μετά, «στήνοντας» το πρώτο αθλητικό μαγκαζίνο, την Αθλητική Κυριακή (επίσης, με το χαρακτηριστικό μουσικό σήμα) στη δημόσια τηλεοπτική συχνότητα, σε κρατικό μονοπώλιο μέχρι το 1983.
Αλλά αυτά είναι στεγνά «εμπειρικά-ιστορικά» στοιχεία, από τα λίγα που συνθέτουν μια συναρπαστική βιογραφία η οποία δεν ευτύχησε όμως να μεταγραφεί και ως Βιογραφία που θα ξεδίπλωνε την πλούσια σε εμπειρίες και βιώματα ζωή του, στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στα στάδια και στα γήπεδα του Κόσμου. Ο ίδιος, σεμνός και διακριτικός, μάλλον είχε διώξει από χρόνια την ιδέα μιας «αυτοβιογραφίας», αλλά και κανείς (μας) δεν σκέφτηκε να του προτείνει τη συγγραφή μιας βιογραφίας του με τη συνδρομή του πολύτιμου αρχείου του. Ίσως να απέρριπτε και αυτή την ιδέα, ποιος το ξέρει;
Ο λόγος στην περιγραφή του Διακογιάννη είναι λιτός, απαλός και ρέων, με ενδιάμεσες κορυφώσεις, όπου ήταν αναγκαίες, αλλά κόντρα στη ραδιοφωνική περιγραφή· ταυτόχρονα, συμπληρωματικός της ροής των εικόνων της τηλεοπτικής αναμετάδοσης με φυσικές παύσεις: όταν ο Κρόυφ ελισσόταν στο γήπεδο σαν να πετούσε λίγο πάνω από το χορτάρι, ο Διακογιάννης άφηνε τη φάση να εξελιχθεί για να τη σχολιάσει κλάσματα του πραγματικού και του τηλεοπτικού χρόνου μετά, συχνά σε προβολικό μέλλοντα: «θα κάνει την ντρίπλα», «θα βγάλει την μπαλιά», «θα βρει ξεμαρκάριστο τον…». Ήξερε να αποβάλλει οτιδήποτε περιττό που θα «φόρτωνε» την εικόνα και θα κούραζε τον τηλεθεατή, όμως εξίσου καλά γνώριζε ότι το γήπεδο ήταν συστατικό όχι μόνο της ποδοσφαιρικής χορογραφίας, αλλά και μιας σύνθετης αστεακής τοπογραφίας που αντανακλούσε πολιτισμό, παραδόσεις, ποδοσφαιρική, αλλά και μουσική κουλτούρα, μαζί και Ιστορία. Ο Παύλος Τσίμας σωστά θυμάται να του λέει: «Το ποδόσφαιρο είναι παιγνίδι, ο στίβος αθλητισμός» (Καθημερινή, 13/12/2022).
IV
Με τον Διακογιάννη ο τηλεθεατής εισερχόταν, διστακτικά στην αρχή και με την αναγκαία δόση δέους, κι ύστερα ακολουθώντας, εμπιστευόμενος τον «παντογνώστη αφηγητή», σε έναν «καθεδρικό του αθλητισμού», είτε στο ιστορικό Γουέμπλεϊ του Λονδίνου είτε στο επιβλητικό Νεπ Στάντιον της Βουδαπέστης ή στο μεγαλοπρεπές Praterstadion της Βιέννης με φόντο τον Τροχό (Wiener Riesenrad) – από την περίφημη σκηνή στο μετέωρο βαγονέτο με τον Όρσον Γουέλς και τον Τζόζεφ Κότεν: η δική του Βιέννη, η πόλη του Στράους και του Τρίτου ανθρώπου.
Ο Διακογιάννης συνθέτει, αργά αλλά σταθερά, μια δική του, πρωτόγνωρη για ακροατές και θεατές, φιλάθλους και οπαδούς, γλώσσα-συμφωνία: εκεί όπου βγαίνει μια μακρινή, διαγώνια μπαλιά, εκείνος βλέπει «τεντωμένη μπαλιά» (για πρώτη φορά, αν η μνήμη δεν απατά, στην τηλεοπτική αναμετάδοση του αγώνα Παναθηναϊκός-Ζενές Ες, το 1970, στη Λεωφόρο), ξέρει να ξεχωρίζει τις «αποκρούσεις» των τερματοφυλάκων από τις «επεμβάσεις σε διπλό χρόνο», μας μαθαίνει τι είναι «ντεμαράζ» στο στίβο και πόσο εξαντλητικό είναι το στιπλ ή «τεχνικό άθλημα» το επί κοντώ. Ακόμα, αποκαλεί τους άγγλους μπαλαδόρους της εποχής (προλεταριακής προέλευσης, τότε, οι περισσότεροι) «κυρίους», σαν να βρίσκεται στην Ανταρσία του Μπάουντι, και θαυμάζει τα «κορίτσια της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας» (DDR), δεχόμενος επίθεση από την Εστία, που τον «στιγμάτιζε» (για να θυμηθούμε την ΕΣΗΕΑ!) ως «κομμουνιστή στην ΕΡΤ». Τα όποια λάθη του, εν τη ρύμη της τηλεοπτικής περιγραφής, ποτέ δεν τα διόρθωνε με ένα «συγγνώμη», προτιμούσε το αφοπλιστικό «μάλλον»! Ο λόγος του είχε φλέγμα και πάθος, γνώση και πείρα, χάρη και απ(α)λότητα, γαλλική éloquence και αγγλοσαξονικό passion, μεταξύ «παρεμβατικής αφήγησης» και αποστασιοποιημένης περιγραφής, πλην ίσως στα κουλουάρ, με Σεμπάστιαν Κόου και Πιέτρο Μενέα. Αντιγερμανός «από κούνια», με έντονα κατοχικά βιώματα, χαιρόταν με τις νίκες της (δεύτερης πατρίδας του) Γαλλίας και της Ιταλίας εις βάρος των «πάντσερ».
Μια φορά μόνο «εξετράπη» από την ψύχραιμη, «αντικειμενική» αναμετάδοση, έχοντας επιμελώς κρύψει για χρόνια τα «παναθηναϊκά» του αισθήματα: στον ημιτελικό της Λεωφόρου, με τον Ερυθρό Αστέρα, όμως όχι τόσο στην έκρηξη της στιγμής στο 3ο γκολ («Ο Καμάρας! Το τρίτο γκολ του Καμάρα…!») όσο στη φάση της επέλασης του τρομερού Ντράγκαν Τζάγιτς, λίγο πριν εξαπολύσει το φαρμακερό σουτ, που με δυσκολία απέκρουσε ο Κωνσταντίνου: «Κάποιος να πάει πάνω στον Τζάγιτς!», φώναξε ενστικτωδώς, σαν να βρισκόταν στον πάγκο της ομάδας, δίπλα στον Πούσκας! Ίσως και να πετάχτηκε από τη θέση του…
V
Ο χαρακτηρισμός «αθλητικογράφος» σαφώς τον αδικεί περιοριστικά, όπως αντίστοιχα ο όρος «αθηναιογράφος» αδικεί τον Γιάννη Μαρή ή «αστυνομικός συγγραφέας» τον Ζωρζ Σιμενόν. Ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν «πολίτης του κόσμου» των Σπορ, ένας κοσμοπολίτης του Αθλητισμού, ένας δρων φίλαθλος, με αδυναμία στον κλασικό αθλητισμό· ένας ευαίσθητος άνθρωπος που αγαπούσε τη μουσική (άκουγε φανατικά Μαρία Κάλλας, Φρανκ Σινάτρα, γαλλικά chansons, αλλά και Βίκυ Μοσχολιού) και το διάβασμα, άφηνε έναν τελικό στην Ιταλία για να ακούσει τους Παβαρότι - Ντομίνγκο - Καρέρας, αγαπούσε το καλό φαΐ, το κάπνισμα, Gitanes κυρίως, όπως αποκαλύπτει η Ρίκα Βαγιάνη, προτού αναγκαστεί να το κόψει «με το μαχαίρι» και, κυρίως, ήταν ένας «επαναστάτης αριστοκρατικής καταγωγής» που δεν άφησε επιγόνους.
Ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν «πολιτικό ον», παραδοσιακά κεντρώος, πιο κοντά στη γαλλική παράδοση του républicain. Γνώριζε τις επιπτώσεις, γι’ αυτό και απεχθανόταν την ανάμειξη της πολιτικής στον αθλητισμό, συνήθως με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, της Μόσχας και του Λος Άντζελες, στο πινγκ-πονγκ του Ψυχρού Πολέμου. Τού «φόρτωσαν», άσχετοι και επιτήδειοι, ότι σε κάποια τηλεοπτικά πλάνα «έκλεισε τα μάτια του σε διαμαρτυρίες κατά της χούντας», στο Γουέμπλεϊ όταν, γεγονός είναι, στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών δεν υπήρχαν σχετικές εκδηλώσεις. Γεγονός επίσης είναι ότι αυτό συνέβη σε έναν εκτός έδρας ευρωπαϊκό αγώνα της ΑΕΚ με την Ίντερ, σε πλάνα της ιταλικής τηλεόρασης με αντιδικτατορικά πανό στο γήπεδο, που προκάλεσαν σύγχυση στους υπεύθυνους του ΟΤΕ (απ’ όπου η περιγραφή) και μικρή διακοπή της τηλεοπτικής αναμετάδοσης, με το σχόλιό του ότι «η πολιτική δεν χωράει στον αθλητισμό», κάτι που ακράδαντα πίστευε, μέχρι τέλους.
Το ότι μάς ταξίδεψε στις πέντε ηπείρους του Αθλητισμού και του Ποδοσφαίρου δεν χρειάζεται άλλο σχόλιο. Στο «διαστημόπλοιό» του ήμασταν οι επιβάτες του που θαυμάζαμε το Σύμπαν των Σπορ, με τη ζεστή φωνή του πιλότου-σχολιαστή, που, όταν μιλούσε γαλλικά, όπως δείχνει ένα σπάνιο βίντεο στο ΥouΤube, από φιλικό αγώνα της Γαλλίας με την Ελλάδα, το 1973, με τον γάλλο συνάδελφό του, σαν «μαγική εικόνα», άκουγες απλώς δύο συμπατριώτες δημοσιογράφους!
Τα τελευταία χρόνια, με εξασθενημένο οργανισμό, χτυπημένος καίρια και μοιραία από δύο απανωτές απώλειες, χάνοντας τις «γυναίκες της ζωής του», τη Βαρβάρα και τη Ρίκα, το βλέμμα του έδειχνε μια ανεπαίσθητη θλίψη, στα λίγο τρεμάμενα χείλη μια γραμμή πίκρας, ακόμα και στη συνέντευξη που έδωσε στην Καθημερινή (6/7/2014) ή στη βράβευσή του από την ΕΣΗΕΑ (21/2/2018) – ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα από κοντά.
Αντίο Ζανό…
Πηγή: /booksjournal.gr / Κώστας Θ. Καλφόπουλος